Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 144 εγγραφές [131 - 140] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στεγνωτικός -ή -ό [steγnotikós] Ε1 : που έχει σχέση με το στέγνωμα, με την αφαίρεση υγρών: Στεγνωτικά υλικά, που προκαλούν γρήγορο στέγνωμα. || (ως ουσ.) το στεγνωτικό, ονομασία ουσιών που προκαλούν τη γρήγορη εξάτμιση διάφορων υλικών τα οποία χρησιμοποιούνται στην οικοδομική, στο βάψιμο κτλ.: Ρίξε στεγνωτικό στη λαδομπογιά.
[λόγ. στεγνω- (δες στεγνώνω) -τικός (διαφ. το ελνστ. στεγνωτικός `που προκαλεί δυσκοιλιότητα΄)]
- συγγνώμη η [siŋγnómi] & (προφ.) συγνώμη η [siγnómi] Ο30α : η συγκατάθεση, η επιείκεια που ζητάει κάποιος για να του συγχωρεθεί ένα σφάλ μα που διέπραξε, μια άπρεπη ή άστοχη ενέργεια ή συμπεριφορά: Zητώ ~. Kατάλαβε το λάθος του και ζήτησε ~. Aπαιτώ να μου ζητήσει ~. || απόλυτα (με παράλειψη του ρ. ζητώ) συγγνώμη, συγχωρήστε με: ~, δεν το ήθελα. ~, που σας ενοχλώ. ~, αν σας κούρασα. ~, δεν εννοούσα αυτό. || ευγενικός τρόπος για να αποταθούμε σε κπ.: ~, κύριε, σας έπεσαν τα τσιγάρα. ~, δεσποινίς, μήπως ξέρετε πού είναι το Δημαρχείο; ~, αλλά εδώ απαγορεύεται το κάπνισμα! || (δίκ.) άτυπη δήλωση βούλησης, με την οποία κάποιος συγχωρεί κπ. άλλο για ένα παράπτωμα που διέπραξε και αίρει τις νομικές συνέπειες.
[λόγ. < αρχ. συγγνώμη `επιείκεια, συχώρεση΄ & σημδ. γαλλ. pardon· απλοπ. του συμφ. συμπλ. [ŋγn > γn] για διευκόλυν ση της άρθρ.]
- συγγνωστός -ή -ό [siŋγnostós] Ε1 : (λόγ.) που πρέπει, που μπορεί ή που αξίζει να συγχωρεθεί: Συγγνωστό σφάλμα. Συγγνωστή πλάνη.
[λόγ. < αρχ. συγγνωστός]
- τεχνογνωσία η [texnoγnosía] Ο25 : οι τεχνικές γνώσεις που αναφέρονται σε εμπειρίες και σε μεθόδους παραγωγής: Mεταφορά τεχνογνωσίας.
[λόγ. τεχνο- + γνώσ(ις) -ία]
- τηλεδιάγνωση η [tileδiáγnosi] Ο33 : ιατρική διάγνωση που γίνεται από απόσταση, με τη βοήθεια ηλεκτρονικών μέσων.
[λόγ. < αγγλ. telediagnosis < tele- = τηλε- + diagnosis = διάγνω(σις) -ση]
- φαρμακογνωσία η [farmakoγnosía] Ο25 : κλάδος της φαρμακευτικής που μελετάει τις ιδιότητες των φαρμακευτικών ουσιών: Δημιουργήθηκε έδρα φαρμακογνωσίας στο Πανεπιστήμιο. || το αντίστοιχο πανεπιστημιακό μάθημα και το βιβλίο.
[λόγ. φαρμακο- 1 + -γνωσία]
- φιλαναγνώστης ο [filanaγnóstis] Ο10 θηλ. φιλαναγνώστρια [filanaγnó stria] Ο27 : αυτός που του αρέσει το διάβασμα, ο συστηματικός αναγνώστης.
[λόγ. < ελνστ. φιλαναγνώστης· λόγ. φιλαναγνώσ(της) -τρια]
- φυσιογνωμία η [fisioγnomía] Ο25 : 1. το σύνολο (κυρ. των εξωτερικών, των μορφικών) χαρακτηριστικών προσώπου ή πράγματος· μορφή, όψη, εμφάνιση: Γνωστή / άγνωστη / συμπαθητική / αντιπαθητική ~. Tα κόμματα πριν από τις εκλογές προσπαθούν να κάνουν ελκυστική τη ~ τους. Mε την ανοικοδόμηση άλλαξε τελείως η ~ της περιοχής. Iδεολογική / πολιτική ~ ενός κόμματος, το σύνολο των ιδεολογικοπολιτικών χαρακτηριστικών. 2. σημαντική, εξέχουσα προσωπικότητα: Είναι ~ στο χώρο της πολιτικής / της επιστήμης. Εθνική / ευρωπαϊκή ~. Yπήρξε μια από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες όλων των εποχών.
[λόγ. < αρχ. φυσιογνωμία `μελέτη της φύσης΄ σημδ. γαλλ. physionomie < υστλατ. physiognomia απλολ. του αρχ. φυσιογνωμονία `η τέχνη εξαγωγής συμπερασμάτων για το χαρακτήρα από τα χαρακτηριστικά του προσώπου΄]
- φυσιογνωμικός -ή -ό [fisioγnomikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη φυσιογνωμία1: Φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά. || (ως ουσ.) η φυσιογνωμική, περιοχή της ψυχολογίας που ασχολείται με τη σχέση μεταξύ της έκφρασης, της μορφής, της διαμόρφωσης του ανθρώπινου σώματος και του χαρακτήρα και που διερευνά τη δυνατότητα εξαγωγής συμπερασμάτων για ιδιότητες του χαρακτήρα από τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά.
φυσιογνωμικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. φυσιογνωμ(ία) -ικός μτφρδ. γαλλ. physionomique < physionom(ie) = φυσιογνωμ(ία) -ique = -ικός]
- φυσιογνωμιστής ο [fisioγnomistís] Ο7 θηλ. φυσιογνωμίστρια [fisioγno místria] Ο27 : αυτός που ασχολείται (επιστημονικά) με τη φυσιογνωμική· γνώστης, ερευνητής των φυσιογνωμιών.
[λόγ. φυσιογνωμ(ία) -ιστής μτφρδ. γαλλ. physionomiste < physionom(ie) = φυσιογνωμ(ία) -iste = -ιστής· λόγ. φυσιογνωμισ(τής) -τρια]



