Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %γλυκ%
51 εγγραφές [31 - 40]
γλυκόμηλο το [γlikómilo] Ο41 : είδος μήλου με γλυκιά γεύση. || (επέκτ.) ώριμο και γλυκό μήλο.

[μσν. γλυκόμηλον < γλυκο- 1 + μήλο (πρβ. αρχ. γλυκύμηλον)]

γλυκομίλητος -η -ο [γlikomílitos] Ε5 : που μιλάει με ηπιότητα και ευγένεια.

[γλυκο- 1 + μιλη- (μιλώ) -τος]

γλυκομιλώ [γlikomiló] &-άω Ρ10.1α : μιλώ γλυκά, με προσήνεια και πραότητα.

[γλυκο- 1 + μιλώ]

γλυκόξινος -η -ο [γlikóksinos] Ε5 : που η γεύση του είναι γλυκιά και ξινή.

[μσν. γλυκόξινος < γλυκο- 1 + ξιν(ός) -ος]

γλυκοπατάτα η [γlikopatáta] Ο25 : είδος πατάτας που έχει γλυκιά γεύση.

[γλυκο- 1 + πατάτα]

γλυκόπικρος -η -ο [γlikópikros] Ε5 : που η γεύση του είναι γλυκιά και πικρή.

[γλυκο- 1 + πικρ(ός) -ος]

γλυκόπιοτος -η -ο [γlikópxotos] Ε5 : που πίνεται με μεγάλη ευχαρίστηση, συνήθ. εξαιτίας της γλυκιάς γεύσης του: Γλυκόπιοτο κρασί. || Γλυκόπιοτο τσιγάρο.

[γλυκο- 1 + πιοτ(ό) -ος]

γλυκός -ιά -ό [γlikós] Ε2 : I1. που έχει τη χαρακτηριστικά ευχάριστη γεύση της ζάχαρης: Aγοράσαμε ένα πεπόνι γλυκό σαν μέλι. Γλυκά πορτοκάλια. ANT ξινά. Φτιάξε μου ένα βαρύ γλυκό (ενν. καφέ), με πολλή ζάχαρη. Γλυκό κρασί. || (ως ουσ.) το γλυκό: Tέσσερις είναι οι κύριες ποιότητες των αισθημάτων της γεύσης: το γλυκό, το πικρό, το ξινό, το αλμυρό. 2. που δεν είναι αλατισμένος ή αλμυρός: Γλυκό τυρί. H σάλτσα έγινε γλυκιά. Γλυκό νερό, το νερό των ποταμών και των λιμνών. ANT θαλάσσιο. ΦΡ του γλυκού νερού, για κπ. άπειρο, ατζαμή: Kαπετάνιος του γλυκού νερού. || που δεν έχει τη συνηθισμένη του χαρακτηριστική γεύση: Γλυκιά μουστάρδα. ANT πικάντικη. ~ τραχανάς. ANT ξινός. 3. για κτ. εύγευστο, νόστιμο: Γλυκιά ντομάτα. Γλυκά κάστανα. (έκφρ.) δε φάγαμε γλυκό ψωμί, είχαμε όλο πίκρες και στενοχώριες. II. (μτφ.) 1. για ό,τι προκαλεί αισθήματα ή συναισθήματα ευχαρίστησης, απαλότητας, ηπιότητας: Γλυκιά μουσική, ευχάριστη, μελωδική. Aκούστηκε ένα πολύ γλυκό τραγούδι. Γλυκό φως. Γλυκά αρώματα. ~ καιρός. ~ χειμώνας, μαλακός, ήπιος. Γλυκιά βραδιά. Γλυκό αεράκι, απαλό. Γλυκιά ανάμνηση. Γλυκιά ελπίδα. Γλυκό φιλί. ~ πόνος, όχι έντονος. ~ ύπνος, ατάραχος. (ευχή σε κπ. που πάει να κοιμηθεί) όνειρα γλυκά. 2. (για πρόσ.) συμπαθητικός, αγαπητός, χαριτωμένος: ~ άνθρωπος. Aυτή η κοπέλα έχει πολύ γλυκό πρόσωπο. || (με συναισθηματική φόρτιση): Tα γλυκά σου τα χεράκια! Γλυκέ μου! Γλυκιά μου αγάπη! ΦΡ κάνω (τα) γλυκά μάτια σε κπ., προσπαθώ να τραβήξω το ερωτικό του ενδιαφέρον. γλυκούτσικος -η / -ια -ο YΠΟKΟΡ. γλυκούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ (για πρόσ.): Δεν είναι ~; γλυκά ΕΠIΡΡ: Tου μίλησε ~ για να τον ηρεμήσει / καλμάρει. γλυκούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ. γλυκούλικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ.

[μσν. γλυκός < αρχ. γλυκ(ύς) μεταπλ. -ός κατά τα επίθ. σε -ός· γλυκ(ός) -ούτσικος· γλυκ(ός) -ούλης]

γλυκοφιλούσα η [γlikofilúsa] Ο25α : προσωνυμία της Παναγίας, όπως παριστάνεται σε πολλές εικόνες να φιλά το θείο βρέφος.

[μσν. γλυκοφιλούσα, θηλ. μεε. του ρ. γλυκοφιλώ]

γλυκοφιλώ [γlikofiló] & -άω Ρ10.1α : φιλώ τρυφερά, γλυκά· συνήθ. ως κατακλείδα σε επιστολές: Σε ~.

[μσν. γλυκοφιλώ < γλυκο- 1 + φιλώ]

< Προηγούμενο   1 2 3 [4] 5 6   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες