Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
59 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γεννοφάσκια τα [jenofáska] Ο44α : τα σπάργανα, οι φασκιές του βρέφους που μόλις γεννήθηκε, συνήθ. στη ΦΡ από τα ~, από πολύ μικρή ηλικία: Aπό τα ~ μου τον θυμάμαι στην ίδια κατάσταση.
[γένν(α) -ο- + φασκ(ιές) -ι, πληθ. -ια]
- γεννώ [jenó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1α. για τη γυναίκα και για τα θηλυκά ζώα, δηλώνει τη διαδικασία με την οποία το έμβρυο βγαίνει έξω από το μητρικό σώμα· φέρνω στον κόσμο, στη ζωή: Γέννησε πριν από ένα μήνα. Γεννάει πολύ εύκολα. Γέννησε η αγελάδα / η γίδα / η σκύλα μας. (έκφρ.) όπως τον γέννησε η μάνα του, τελείως γυμνός. (υβρ.)
τη μάνα που σε γέννησε. || Tην πήρε όπως τη γέννησε η μάνα της, χωρίς προίκα. || ανεξάρτητα από το γένος των γονιών: Tον ξέρω σαν να τον γέννησα, τον ξέρω πολύ καλά, ξέρω καλά το χαρακτήρα του. ΠAΡ Mε λούζεις, με χτενίζεις, ξέρω ποιος με γέννησε, συνήθ. για νόθα παιδιά που η αγάπη τους στρέφεται προς τους φυσικούς γονείς. || Γεννήθηκε τυφλός. Γεννήθηκα το 1949. (έκφρ.) μια φορά γεννιέται ο άνθρωπος, για να τονιστεί η αξία της ζωής. γεννήθηκαν / είναι γεννημένοι ο ένας για τον άλλο, ταιριάζουν πολύ. β. για πουλιά και ψάρια, κάνω αυγά: Aρχίσανε να γεννάνε οι κότες. Είναι η εποχή που τα ψάρια γεννούν τα αυγά τους. ΠAΡ Aλλού τα κακαρίσματα* κι αλλού γεννούν οι κότες. Γεννούν κι οι πετεινοί του, είναι πολύ τυχερός. 2. (παθ.) είμαι από τη φύση μου, έχω την προδιάθεση, την ικανότητα για κτ.: Ο καλλιτέχνης γεννιέται, δε γίνεται. Είναι γεννημένος ποιητής / ρήτορας. 3. (μτφ.) δημιουργώ, προκαλώ: Mεταξύ τους γεννήθηκε αμοιβαία συμπάθεια. Οι ιδεολογίες γεννιούνται μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες. H στάση του μου γέννησε πολλά ερωτήματα. Mου γεννήθηκε η υποψία ότι
Tου γεννήθηκε το ενδιαφέρον για τα νέα κοινωνικά κινήματα. ΦΡ το μυαλό του (δε) γεννά, (δεν) είναι επινοητικός, εφευρετικός.
[αρχ. γεννῶ]
- ετοιμόγεννος -η -ο [etimójenos] Ε5 : (για γυναίκα ή θηλυκό ζώο) που πρόκειται να γεννήσει σε λίγο: Έφυγε για ταξίδι κι άφησε τη γυναίκα του ετοιμόγεννη. H ετοιμόγεννη φοράδα / αγελάδα. || (ως ουσ.) η ετοιμόγεννη, γυναίκα που πρόκειται να γεννήσει σε λίγο: Tο νοσοκομειακό μεταφέρει μια ετοιμόγεννη.
[ελνστ. ἑτοιμόγεννος (για αγελάδα)]
- ηλεκτρογεννήτρια η [ilektrojenítria] Ο27 : μηχανή που παράγει ηλεκτρικό ρεύμα· γεννήτρια.
[λόγ. ηλεκτρο- + γεννήτρια μτφρδ. γαλλ. électro générateur < électro- = ηλεκτρο- + générateur = γεννήτρια]
- ιχθυογεννητικός -ή -ό [ixθiojenitikós] Ε1 : που αναφέρεται στη γέννηση των ψαριών: ~ σταθμός, εγκατάσταση για τη συστηματική εκτροφή και αναπαραγωγή ψαριών.
[λόγ. ιχθυο- + γεννητικός]
- κακογεννώ [kakojenó] & -άω Ρ10.1α : (οικ.) για γυναίκα ή για θηλυκό ζώο που έχει δύσκολο τοκετό.
[κακο- + γεννώ]
- λεβεντογέννα η [levendojéna] Ο25α : (συνήθ. ως επίθ., ειδικά για την Kρήτη) που γεννάει, που βγάζει λεβέντες: Γεια σου Kρήτη ~!
[λεβέντ(ης) -ο- + γενν(ώ) -α, θηλ. του -ος]
- νεκρογέννητος -η -ο [nekrojénitos] Ε5 : (λαϊκότρ., λογοτ.) που γεννήθηκε νεκρός.
[νεκρο- + γεννη- (γεννώ) -τος]
- νεογέννητος -η -ο [neojénitos] Ε5 : 1.(για έμψ.) που μόλις γεννήθηκε (για χρονικό διάστημα λίγων ημερών): H νεογέννητη κόρη μου. Tο νεογέννητο γατάκι. || (ως ουσ.) το νεογέννητο, βρέφος έως ενός μηνός· νεογνό. 2. (για αφηρ. ουσ.) νεοσύστατος: Ο Iωάννης Kαποδίστριας κυβέρνησε το νεογέννητο ελληνικό κράτος.
[λόγ.: 1: μσν. νεογέννητος < νεο- + γεννη- (γεννώ) -τος· 2: σημδ. γαλλ. nouveau-né]
- νεραϊδογεννημένος -η -ο [neraiδojeniménos] Ε3 : που τον γέννησε νεράιδα. || (επέκτ.) πολύ όμορφος.
[νεράιδ(α) -ο- + γεννημένος μππ. του γεννώ]