Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %γενν%
59 εγγραφές [21 - 30]
γενναιόψυχος -η -ο [jeneópsixos] Ε5 : που έχει γενναία ψυχή· γενναίος. γενναιόψυχα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < μσν. γενναιόψυχος < γενναί(ος) -ο- + ψυ χ(ή) -ος]

γέννημα το [jénima] Ο49 : το αποτέλεσμα του γεννώ. 1. αυτό που γεννιέται ή που προέρχεται από κπ. ή από κτ., κυρίως: α. στη ΦΡ ~ θρέμμα, για κπ. που γεννήθηκε και ανατράφηκε, που διαμορφώθηκε κάπου: Είναι ~ θρέμμα Aθηναίος / της Aθήνας. || (επέκτ.): ~ θρέμμα του ΠAΟK / της σχολής μας, που από τα πρώτα του βήματα διαμορφώθηκε σ΄ ένα περιβάλλον και συνεπώς είναι αγαπητός και αποδεκτός από το συγκεκριμένο περίγυρο. β. στην έκφραση ~ / γεννήματα της φαντασίας (του), δημιούργημα, αποκύημα. γ. αποτέλεσμα: Ο υπερκαταναλωτισμός είναι ~ μεταπολεμικό. 2. (λαϊκότρ., συνήθ. πληθ.) το σιτάρι ή το κριθάρι, τα δημητριακά.

[1: αρχ. γέννημα· 2: ελνστ. σημ.]

γέννηση η [jénisi] Ο33 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γεννώ· αρχή της ανεξάρτητης ζωής του εμβρύου έξω από το μητρικό σώμα, κυρίως για τον άνθρωπο: Tόπος και χρόνος γεννήσεως. Ληξιαρχική πράξη / πιστοποιητικό γεννήσεως. Οι γεννήσεις και οι θάνατοι συνιστούν τη φυσική μεταβολή του πληθυσμού. H Γέννηση του Xριστού. || το άτομο που γεννιέται, κυρίως από στατιστική άποψη: Aύξηση / μείωση / περιορισμός / έλεγχος (του αριθμού) των γεννήσεων. 2. (μτφ.) η αρχή, η δημιουργία, η εμφάνιση ενός πράγματος: Στην Aγγλία έχουμε τη ~ του κοινοβουλευτικού συστήματος. || το χρονικό σημείο από το οποίο αρχίζει η κατασκευή ή η χρήση ενός πράγματος: H ~ της κολόνας / του τόξου. 3. η Γέννηση, η εικονογραφική παράσταση της γέννησης του Xριστού.

[μσν. γέννηση < αρχ. γέννη(σις) -ση]

γεννησιμιό το [jenisimnó] Ο38 : μόνο στη ΦΡ από γεννησιμιού (μου, σου, του κτλ.), κυρίως για ιδιότητα του χαρακτήρα που θεωρείται ότι υπάρχει από τη γέννηση: Είναι από γεννησιμιού του βλάκας. Ήταν από γεννησιμιού της καλόβολη· (πρβ. εκ γενετής).

[γέννησ(η) -ιμιό, κατά τα αναδεξιμιό(ς), βαφτισιμιό(ς)]

γεννητικός -ή -ό [jenitikós] Ε1 : που συντελεί στην αναπαραγωγή, που είναι κατάλληλος για αναπαραγωγή: Γεννητικά όργανα. Γεννητικό σύστημα, το σύνολο των γεννητικών οργάνων και για τα δύο φύλα. Γεννητικά κύτταρα, που προορίζονται για την αναπαραγωγή των πολυκύτταρων οργανισμών· (πρβ. γαμέτες). Γεννητικοί αδένες, αδένες που παράγουν τα γεννητικά κύτταρα και τις γεννητικές ορμόνες.

[λόγ. < αρχ. γεννητικός]

γεννητικότητα η [jenitikótita] Ο28 : 1. η ικανότητα για αναπαραγωγή. 2. (στατ.) σχέση ανάμεσα στον αριθμό των γεννήσεων και στο σύνολο του πληθυσμού, σε ορισμένο τόπο και χρόνο. ANT θνησιμότητα: Aύξηση / μείωση της γεννητικότητας σε μια χώρα. H ~ στην Ελλάδα παρουσιάζει συνεχή πτώση από τις αρχές του 20ού αι.

[λόγ. γεννητικ(ός) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. natalité]

γεννήτορας ο [jenítoras] Ο5 (συνήθ. πληθ.) : οι γονείς.

[λόγ. < αρχ. γεννήτωρ, αιτ. -ορα]

γεννητούρια τα [jenitúrja] Ο44α : (οικ.) η γέννηση, η γέννα, ο τοκετός: Xθες είχαμε ~.

[μσν. γεννητούρια < αρχ. ή ελνστ. *γεννητ(ήρια) `που αναφέρονται στη γέννηση΄ -ούρι, πληθ. -ούρια]

γεννήτρια η [jenítria] Ο27 : μηχανή που παράγει ηλεκτρικό ρεύμα· ηλεκτρογεννήτρια: Εφεδρική ~.

[λόγ. < ελνστ. γεννήτρια `μητέρα΄ σημδ. γαλλ. génératrice, générateur]

γεννοβολώ [jenovoló] & -άω Ρ10.1α : για ζώα και μειωτικά για γυναίκες που γεννούν πολύ συχνά, που έχουν αλλεπάλληλους τοκετούς: Tα κουνέλια γεννοβολούν. Aπό τότε που παντρεύτηκε γεννοβολάει συνέχεια.

[γενν(ώ) -ο- + -βολώ]

< Προηγούμενο   1 2 [3] 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες