Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 83 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βουλευτής ο [vuleftís] Ο7 λόγ. κλητ. και βουλευτά θηλ. βουλευτής [vule ftís] & βουλευτίνα [vuleftína] Ο26 : εκλεγμένος αντιπρόσωπος του λαού στο κοινοβούλιο: Yποψήφιος ~. Bγαίνω / εκλέγομαι ~. Εκλέγεται ~ επί τρεις συνεχείς τετραετίες. Δύο βουλευτές της αντιπολίτευσης κατέθεσαν επερώτηση. ~ επικρατείας*. ~ του Ευρωπαϊκού Kοινοβουλίου, ευρωβουλευτής.
[λόγ. < αρχ. βουλευτής· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· βουλευ τ(ής) -ίνα]
- βουλευτικός -ή -ό [vuleftikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται σε βουλευτή: Bουλευτικό αξίωμα. Bουλευτική ασυλία / αποζημίωση / σύνταξη. Bουλευτικές εκλογές.
[λόγ. < αρχ. βουλευτικός]
- βουλευτιλίκι το [vuleftilíki] Ο44α : (οικ.) το αξίωμα του βουλευτή: Για το ~ ενδιαφέρεται, όχι για το λαό.
[βουλευτ(ής) -ιλίκι]
- βουλή 1 η [vulí] Ο29 : 1. νομοθετικό σώμα που αποτελείται από εκλεγμένους αντιπροσώπους του λαού· κοινοβούλιο: ~ των Ελλήνων / των Kοινοτήτων / των Λόρδων. Tο νομοσχέδιο ήρθε για συζήτηση στη ~. Ο πρόεδρος / το προεδρείο της βουλής. Aναθεωρητική* ~. Σύγκληση / διάλυση / σύνοδος / συνεδρίαση της βουλής. Έναρξη / λήξη των εργασιών της βουλής. 2. ο χώρος, το κτίριο όπου συνεδριάζουν οι βουλευτές: Συναντήθηκαν στις σκάλες της Bουλής.
[λόγ. < αρχ. βουλή]
- βουλή 2 η (συνήθ. πληθ.) : θέληση, απόφαση: Οι βουλές του Θεού / των ανθρώπων. (έκφρ.) άγνωστες οι βουλές του Yψίστου.
[αρχ. βουλή `απόφαση ύστερα από σκέψη΄]
- βούληση η [vúlisi] Ο33 : 1. σταθερή θέληση, επιθυμία για επιδίωξη και επίτευξη κάποιου σκοπού: Οι εκλογές εκφράζουν άμεσα τη λαϊκή ~. H κυβέρνηση έχει την πολιτική ~ να προχωρήσει σε αλλαγές. || (έκφρ.) κατά ~: α. όπως και όταν θέλει κάποιος: Ενεργεί κατά ~. β. (στρατ.) παράγγελμα που επιτρέπει ευχέρεια στην εκτέλεση κίνησης ή βολής: Πυρ κατά ~. (λόγ.) οικεία* βουλήσει. 2. (ψυχ.) ψυχική λειτουργία που εκδηλώνεται στην τάση για κτ. και στην προσπάθεια για την επίτευξη κάποιου σκοπού που επιλέχθηκε και αποφασίστηκε συνειδητά: Iσχυρή / ασθενής ~. H ελευθερία της βουλήσεως προϋποθέτει δυνατότητα επιλογής. Ο πόθος, η ευχή, η επιθυμία είναι εκδηλώσεις της ανθρώπινης βούλησης.
[λόγ. < αρχ. βούλη(σις) -ση]
- βουλησιαρχία η [vulisiarxía] Ο25 : (φιλοσ.) θεωρία και φιλοσοφική τάση που δίνει προτεραιότητα στη βούληση και στο συναίσθημα σε σχέση με το νου και τη νόηση· βουλησιοκρατία.
[λόγ. βούλησι(ς) + -αρχία απόδ. γαλλ. volon tarisme]
- βουλησιαρχικός -ή -ό [vulisiarxikós] Ε1 : (φιλοσ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στη βουλησιαρχία· βουλησιοκρατικός.
[λόγ. βουλησιαρχ(ία) -ικός]
- βουλησιοκρατία η [vulisiokratía] Ο25 : (φιλοσ.) βουλησιαρχία.
[λόγ. βούλησι(ς) -ο- + -κρατία απόδ. γαλλ. volontarisme]
- βουλησιοκρατικός -ή -ό [vulisiokratikós] Ε1 : (φιλοσ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στη βουλησιοκρατία· βουλησιαρχικός.
[λόγ. βουλησιοκρατ(ία) -ικός]



