Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 102 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γουβώνω [γuvóno] Ρ1α & γουβιάζω [γuvjázo] Ρ2.1α μππ. γουβιασμένος : α. για κτ. στο οποίο δημιουργείται γούβα, κοιλότητα· βαθουλώνω2: Γούβωσε η μπάλα / το στρώμα. || (μτφ.): Tα δάκρυα κυλούσαν στα γουβιασμένα του μάγουλα. Γουβιασμένα μάτια. Γουβιασμένο στήθος. β. δημιουργώ γούβα, κοιλότητα σε κτ· βαθουλώνω1.
[γούβ(α) -ώνω, -ιάζω]
- δασόβιος -α -ο [δasóvios] Ε6 : που ζει στα δάση.
[λόγ. δάσ(ος) -ο- + -βιος]
- δενδρόβιος -α -ο [δenδróvios] Ε6 : που ζει επάνω στα δέντρα: Δενδρόβια ζώα.
[λόγ. δένδρ(ον) -ο- + -βιος μτφρδ. γαλλ. arboricole]
- δικολαβία η [δikolavía] Ο25 : η ιδιότητα του δικολάβου.
[λόγ. δικολάβ(ος) -ία]
- εκβιάζω [ekviázo] -ομαι Ρ2.1 αόρ. και εξεβίασα, απαρέμφ. εκβιάσει : 1α. αναγκάζω ή προσπαθώ να αναγκάσω κπ. να κάνει ή να παραλείψει κτ., παρά τη θέλησή του και με την απειλή ότι, εάν αρνηθεί, θα υποστεί ηθική ή υλική βλάβη: H κυβέρνηση εκβιάζει την αντιπολίτευση με πρόωρες εκλογές. Έχει στοιχεία σε βάρος μας και μας εκβιάζει με αποκαλύψεις. β. πιέζω, ωθώ με βία προς μια πρόωρη, ανεπίκαιρη εξέλιξη: Mην εκβιάζεις τα πράγματα / την κατάσταση. 2. παίρνω, αποσπώ κτ. από κπ. με εκβιαστικό τρόπο: Εξεβίασε την υπογραφή μου / τη συγκατάθεσή μου.
[λόγ. < ελνστ. ἐκβιάζω (αρχ. παθ. ἐκβιάζομαι)]
- εκβίαση η [ekvíasi] Ο33 : (νομ.) εξαναγκασμός προσώπου σε πράξη ή παράλειψη επιζήμια γι΄ αυτόν ή για άλλον, με χρήση βίας ή απειλής και για παράνομο όφελος· (πρβ. εκβιασμός).
[λόγ. εκβια- (εκβιάζω) -σις > -ση]
- εκβιασμός ο [ekviazmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκβιάζω, η προσπάθεια κάποιου να εξαναγκάσει άλλον να υποκύψει σε απαίτησή του, με χρήση απειλής ή βίας: Xυδαίος ~. Hθικός / οικονομικός / πολιτικός ~. Yποκύπτω στον εκβιασμό κάποιου. Έπεσε θύμα εκβιασμού. Aπέτυχε ο ~.
[λόγ. εκβιασ- (εκβιάζω) -μός]
- εκβιαστής ο [ekviastís] Ο7 θηλ. εκβιάστρια [ekviástria] Ο27 : αυτός που ασκεί εκβιασμό σε βάρος άλλου, που εκβιάζει άλλον: Xυδαίος / αδίστακτος ~. Δε θα υποκύψω στους εκβιαστές.
[λόγ. < ελνστ. ἐκβιαστής `που καταδυναστεύει΄· λόγ. εκβιασ(τής) -τρια]
- εκβιαστικός -ή -ό [ekviastikós] Ε1 : α. που εξυπηρετεί μια πράξη εκβιασμού: Εκβιαστικές ενέργειες / προτάσεις. Εκβιαστική συμπεριφορά. ~ τρόπος. Εκβιαστική επιστολή. β. που πιέζει, ωθεί προς μια ορισμένη πρόωρη, ανεπίκαιρη εξέλιξη: Εκβιαστικά διλήμματα.
εκβιαστικά & (λόγ.) εκβιαστικώς ΕΠIΡΡ με τρόπο εκβιαστικό. [λόγ. < ελνστ. ἐκβιαστικός `καταδυναστευτικός, τυραννικός΄· λόγ. εκβιαστικ(ός) -ώς]
- ελόβιος -α -ο [elóvios] Ε6 : που ζει και αναπτύσσεται σε έλη· ελοχαρής: Ελόβια πτηνά / ζώα / φυτά. || (ως ουσ.) τα ελόβια, τάξη φυτών και τάξη πτηνών που ζουν στα έλη.
[λόγ. ελο- + -βιος]



