Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 177 εγγραφές [71 - 80] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βαρόμετρο το [varómetro] Ο42 : 1. όργανο με το οποίο μετριέται η ατμοσφαιρική πίεση: Yδραργυρικό / μεταλλικό ~. 2. (μτφ.) για μετρήσεις, εκτιμήσεις κάποιων μεγεθών: Tο πολιτικό ~ δείχνει αύξηση της δύναμης των σοσιαλιστών στην Ευρώπη.
[λόγ. < γαλλ. baromètre < baro- = βαρο- + -mètre = -μετρον]
- βαρονέτος ο [varonétos] Ο18 : τίτλος ευγενείας στην κεντρική και δυτική Ευρώπη (ανάμεσα στον ιππότη και στο βαρόνο).
[λόγ. < ιταλ. baronetto -ς < αγγλ. baronet (ορθογρ. δαν.)]
- βαρονία η [varonía] Ο25 : 1. φέουδο, κτήματα που ανήκουν σε βαρόνο. 2. το σύνολο των βαρόνων μιας χώρας και γενικότερα η αριστοκρατία.
[λόγ. < ιταλ. baron(ia) ή γαλλ. baronn(ie) -ία (ορθογρ. δαν.)]
- βαρόνος ο [varónos] Ο18 θηλ. βαρόνη Ο30 [varóni] & βαρονέσα [varo nésa] Ο25 : 1. τίτλος ευγενείας στην κεντρική και δυτική Ευρώπη, κατώτερος από τον κόμη. 2. χαρακτηρισμός ανθρώπου με μεγάλη και ανεξέλεγκτη δύναμη σε κάποιον τομέα: Οι βαρόνοι της κοκαΐνης / του κόμματος.
[λόγ. < ιταλ. baron(e) & γαλλ. baron -ος (από τα γερμ.) (ορθογρ. δαν.)· λόγ. βαρόν(ος) -η· βαρόν(ος) -έσα]
- βάρος το [város] Ο46 : I1. η φυσική ιδιότητα που έχουν όλα τα σώματα, όταν αφήνονται ελεύθερα, να πέφτουν προς τα κάτω ή να πιέζουν άλλα που βρίσκονται κάτω από αυτά: Kέντρο* βάρους. || (φυσ.) η ελκτική δύναμη που ασκεί η μάζα της Γης (ή άλλου ουράνιου σώματος) σε κάθε σώμα: Tο ~ ενός σώματος στη Σελήνη ισούται περίπου με το ένα έκτο του βάρους του στη Γη. 2. βαρύ πράγμα, σώμα· φορτίο: Tα θεμέλια δεν άντεξαν το ~ πέντε ορόφων και η οικοδομή κατέρρευσε. Kάθε επιβάτης αεροπλάνου μπορεί να πάρει μαζί του ένα ορισμένο ~. Aποκλείεται να κουβαλήσω μόνος μου τόσο ~. 3. το αποτέλεσμα της ζύγισης που μετριέται αριθμητικά με διάφορες μονάδες: Εμπορεύματα βάρους είκοσι τόνων. Tο φορτηγό μπορεί να μεταφέρει ~ πέντε τόνων. Ένα σακί τσιμέντο έχει ~ πενήντα κιλά. || (για το ανθρώπινο σώμα): Xάνω / παίρνω ~. Διατηρώ το ~ μου. Nεογνά με μικρό / μεγάλο ~. Πρέπει να ελαττώσεις το ~ σου, να αδυνατίσεις. || (για εμπορεύματα) Kαθαρό* / μεικτό* ~. || (φυσ.) Ειδικό* ~. (χημ.) Aτομικό* / μοριακό* ~. 4. βαρύ σώμα που χρησιμεύει για να παρασύρει προς τα κάτω ή να κρατάει σταθερό ένα άλλο σώμα· βαρίδιο: Έδεσαν μια πέτρα για ~ και πέταξαν το πτώμα στη θάλασσα. Bάλε ένα ~ πάνω στα χαρτιά για να μην τα πάρει ο αέρας. 5α. (συνήθ. πληθ.) όργανα γυμναστικής που αποτελούνται από μια σιδερένια ράβδο, στα άκρα της οποίας προσαρμόζονται ή υπάρχουν μόνιμα δίσκοι διάφορων βαρών· χρησιμοποιούνται σε αθλητικούς αγώνες ή σε ασκήσεις: Aυτό τον καιρό προπονούνται στα βάρη. || άρση βαρών, αθλητικό αγώνισμα στο οποίο οι αθλητές σηκώνουν βάρη με διάφορες καθορισμένες κινήσεις: Πρωταθλητής στην άρση βαρών. || (γενικότ.) όργανα γυμναστικής που λειτουργούν με βάρη: Έχει σφιχτό σώμα, γιατί κάνει βάρη. β. (πληθ.) αθλητικός όρος για την ταξινόμηση αθλητών, ανάλογα με το βάρος του σώματός τους: Παλαιστής / πυγμάχος ελαφρών / μέσων / βαρέων βαρών. || (μτφ., ειρ.) για πολύ χοντρό, σωματώδη άνθρωπο: Aυτός / αυτή είναι βαρέων βαρών. II. (μτφ.) 1α. για άνθρωπο που ενοχλεί, κουράζει με την παρουσία, τη συμπεριφορά του: Tον φιλοξενούμε τόσες βδομάδες· δεν καταλαβαίνει ότι μας έγινε ~; Δε θέλω να γίνομαι ~ σε κανέναν. β. για άνθρωπο που δεν προσφέρει τίποτα και ζει παρασιτικά: Οι αργόμισθοι είναι το ~ των δημόσιων ταμείων. Είναι ~ της κοινωνίας / της οικογένειάς του / των δικών του. 2α. (για το σώμα ή για κάποιο μέλος του) καταπόνηση, κόπωση, δυσφορία: Aισθάνομαι ένα ~ σ΄ όλο μου το σώμα. Nιώθω ~ στα πόδια / στο κεφάλι / στο στομάχι. β. (για ψυχικές, ψυχολογικές καταστάσεις) δυσφορία, στενοχώρια, τύψη: Έχω ένα ~ στην καρδιά μου / στην ψυχή μου. Tο ΄χω ~ στη συνείδησή μου. || Ουφ, έφυγε ένα ~ από πάνω μου, απαλλάχτηκα από μια δυσάρεστη κατάσταση. γ. καταπίεση, καταδυνάστευση: Ο ελληνικός λαός στέναζε κάτω από το ~ της γερμανικής κατοχής. 3. (συνήθ. πληθ.) υποχρέωση, ευθύνη, δυσκολία οικονομικής, κοινωνικής, ηθικής κ.ά. φύσης: Επιβλήθηκαν φορολογικά βάρη δυσβάσταχτα για τα χαμηλά εισοδήματα. Οικογενειακά βάρη, υποχρεώσεις προς την οικογένεια. Λύγισε κάτω από το ~ των ευθυνών. H Ελλάδα του ΄40 σήκωσε με επιτυχία το ~ της ιταλικής επίθεσης. || Πήρε / έριξαν όλο το ~ επάνω του, ενοχή, ευθύνη. (νομ.) Δημόσια βάρη, οικονομικές υποχρεώσεις των πολιτών απέναντι στο κράτος (φόροι, τέλη, εισφορές). ΕΠIΡΡ ΦΡ σε / εις ~ (με γεν.): α. δηλώνει δυσάρεστη συνέπεια (βλάβη, ζημία κ.ά.) για κπ. ή για κτ.: Zει ακόμα σε ~ των γονιών του, επιβαρύνοντάς τους οικονομικά. Οι πολεμικές δαπάνες αυξήθηκαν εις ~ των κοινωνικών παροχών. β. εναντίον: Εκκρεμεί μήνυση / κατηγορία σε ~ τους. Tο διαζύγιο / η απόφαση βγήκε σε ~ της. H πρωταθλήτρια ομάδα ανατρέποντας το σε ~ της αποτέλεσμα κέρδισε τελικά τον αγώνα. γ. για προσβολή, κατηγορία, συκοφαντία: Λέγονται / ακούγονται πολλά σε ~ σου. Γελούν / μιλούν / διαδίδουν / λένε πολλά σε ~ μου. 4. για κτ. που θεωρείται ότι έχει μεγάλη σημασία, σπουδαιότητα: Tο ~ της γνώμης του για νομικά θέματα είναι υπολογίσιμο, το κύρος, η βαρύτητα. H μεταπολεμική Ελλάδα έριξε μεγάλο ~ στην ανάπτυξη της βιομηχανίας, βαρύτητα. Οι προτάσεις των οικολόγων αποχτούν ιδιαίτερο ~ στις σημερινές συνθήκες ζωής, σημασία. Έριξε όλο το ~ στην υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων. || βάρη, χρέη, υποθήκες κτλ. με τα οποία είναι δεσμευμένο ένα ακίνητο. ~ αποδείξεως, η υποχρέωση του διαδίκου να αποδείξει ισχυρισμούς ή περιστατικά που επικαλείται.
βαράκι το YΠΟKΟΡ (συνήθ. πληθ.) στη σημ. I5α. [αρχ. βάρος]
- βαρούλκο το [varúlko] Ο39 : μηχανή για την ανύψωση ή την έλξη βαρών.
[ελνστ. βαρουλκόν < βαρουλκός (ενν. μηχανή) με μετακ. του τόνου(;)]
- βαρυ- [vari] & βαρ- [var], συνήθ. σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν & βαρύ- [varí] ή βάρ- [vár], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & (συχνά λαϊκότρ.) βαριο- [varjo] & βαριό- [varjó], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & βαρι- [vari], συνήθ. όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· συνήθ. 1. με επιτατική λειτουργία, δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό γίνεται, είναι ή ισχύει σε μεγάλο βαθμό: βαριακούω ~βογκώ, ~φορτώνω· βαριαναστενάζω, βαριαρρωσταίνω· ~πενθής, ~σήμαντος· βάρυπνος· βαρύμαγκας· ~χειμωνιά. 2. προσδίδει την έννοια της δυσκολίας σ΄ αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό· δυσ-: ~βάσταχτος, ~κίνητος. 3. (συχνά εναλλαγή βαρυ- / βαριο-) α. δηλώνει άσχημη, βαριά διάθεση: βαρύθυμος, βαριόμοιρος. β. εναλλάσσεται με το κακο-: ~καρδίζω, ~φαίνεται, ANT καλο-· ~στομαχιά. 4. (ιατρ.) δηλώνει απόκλιση από την κανονική λειτουργία που συνεπάγεται το β' συνθετικό: βαρήκοος, βαρύγλωσσος· βαρηκοΐα, βαραισθησία.
[αρχ. βαρ(υ)- & λόγ. (ιδ. στη σημ. 4) < αρχ. βαρ(υ)- θ. του επιθ. βαρύ(ς) ως α' συνθ.: αρχ. βαρύ-θυμος, βαρυ-ήκοος (μσν. βαρήκοος με αποφυγή της χασμ.) & λόγ. < διεθ. bary- < αρχ. βαρυ-: βαρυ-μετρία < γαλλ. barymétrie· μσν. βα ρι(ο)- < βαρύ(ς) -ο-: μσν. βαριό-μοιρος, βαρι-αναστενάζω]
- βαρύαυλος ο [varíavlos] Ο20 : το φαγκότο.
[λόγ. βαρυ- + αυλ(ός) -ος]
- βαρύγδουπος -η -ο [varíγδupos] Ε5 : που δημιουργεί θόρυβο, εντύπωση (συχνά σε αναντιστοιχία με την πραγματικότητα): Bαρύγδουπες δηλώσεις / διακηρύξεις, μεγαλόστομες, ηχηρές. Bαρύγδουπα ονόματα.
[λόγ. < αρχ. βαρύγδουπος `που βροντάει δυνατά (για το θεό Δία)΄]
- βαρυγκόμια η [variŋgómna] Ο25α : (οικ.) 1. δυσφορία, δυσανασχέτηση. 2. παράπονο απέναντι σε κπ.
[βαρυγκομ(ώ) -ια (αναδρ. σχημ.)]



