Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %αχρει%
5 εγγραφές [1 - 5]
αχρείαστος -η -ο [axríastos] Ε5 : κυρίως στην έκφραση ~ να ΄ναι, για κπ. ή για κτ. που ευχόμαστε να μη μας χρειαστεί: Aς υπάρχει ένας γιατρός και στο χωριό μας, ~ να ΄ναι. Πάρε μαζί σου μερικά φάρμακα, αχρείαστα να ΄ναι.

[μσν. *αχρείαστος (πρβ. μσν. αχρειάστως) < α- 1 χρειασ- (χρειάζομαι) -τος]

αχρείος -α -ο [axríos] Ε4 : εξαιρετικά βαρύς χαρακτηρισμός για άνθρωπο του οποίου η συμπεριφορά είναι αισχρή, ανήθικη, ανέντιμη: ~ χαρακτήρας. Aχρείο υποκείμενο. ~ συκοφάντης. || Aχρεία διαγωγή / πράξη / χειρονομία. ~ υπαινιγμός. Aχρεία ψέματα. || (ως ουσ.) ο αχρείος: Xάσου από μπροστά μου, αχρείε! || για ήπιο ψόγο: Δες τι ζημιά μου έκανε ο ~!

[λόγ. < αρχ. ἀχρεῖος `άχρηστος, κατώτερος΄]

αχρειότητα η [axriótita] Ο28 : η ιδιότητα του αχρείου· αισχρότητα, αθλιότητα. || πράξη αχρεία: Σοκαρίστηκα από τις αχρειότητές του.

[λόγ. < ελνστ. ἀχρειότης, αιτ. -ητα `το ανώφελο΄ κατά τη σημ. της λ. αχρείος]

εξαχρειώνω [eksaxrióno] -ομαι Ρ1 : κάνω κπ. ή κτ. εντελώς αχρείο, του αφαιρώ κάθε στοιχείο ηθικότητας: Ο πόλεμος εξαχρείωσε τα ήθη. H εξαχρειωμένη κρατική διοίκηση. Tελευταία, ο άνθρωπος έχει εξαχρειωθεί τελείως· δεν υποφέρεται.

[λόγ. < ελνστ. ἐξαχρει(ῶ) -ώνω `θεωρώ κπ. άχρηστο΄ σημδ. γαλλ. dépraver, se dépraver]

εξαχρείωση η [eksaxríosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξαχρειώνω: Hθική / κοινωνική / πολιτική / πολιτιστική ~.

[λόγ. εξαχρειω- (δες εξαχρειώνω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες