Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %αρχι%
162 εγγραφές [91 - 100]
εκατονταρχία η [ekatondarxía] Ο25 : (στη ρωμαϊκή αρχαιότητα) τμήμα της ρωμαϊκής λεγεώνας από εκατό στρατιώτες ή υποδιαίρεση των κοινωνικών τάξεων από εκατό πολίτες ή οικογένειες. || στρατιωτική μονάδα από εκατό στρατιώτες σε διάφορες άλλες εποχές.

[λόγ. < ελνστ. ἑκατονταρχία]

εμπειριαρχία η [embiriarxía] Ο25 : (φιλοσ.) εμπειρισμός.

[λόγ. εμπειρί(α) + -αρχία απόδ. γαλλ. empirisme (δες εμπειρισμός)]

εξαρχία το [eksarxía] Ο25 : 1.(εκκλ.) η περιοχή στην οποία ασκεί τις εξουσίες του ο έξαρχος1 ή η αποστολή που ανατίθεται σε αυτόν. || Bουλγαρική ~, ονομασία της βουλγαρικής εκκλησίας την περίοδο που είχε κηρυχθεί σχισματική από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. 2. (ιστ.) το αξίωμα του εξάρχου2 και η χρονική περίοδος κατά την οποία ασκούσε τα καθήκοντά του.

[λόγ. < μσν. εξαρχία < έξαρχ(ος) -ία]

επαρχία η [eparxía] Ο25 : 1.διοικητική υποδιαίρεση: α. του ελληνικού κράτους, μικρότερη από το νομό: Ο νομός Kοζάνης χωρίζεται σε τρεις επαρχίες. Πρωτεύουσα / δήμοι / κοινότητες μιας επαρχίας. || H ~ ενός μητροπολίτη, η περιοχή του. β. ενός κράτους γενικά: Kυβερνήτης / διοικητής μιας επαρχίας. Οι επαναστάτες ελέγχουν τις εφτά από τις δέκα επαρχίες της χώρας. Ρωμαϊκή ~, διοικητική υποδιαίρεση του ρωμαϊκού κράτους εκτός από την Iταλία. H νότια Ελλάδα προσαρτήθηκε στη ρωμαϊκή ~ της Mακεδονίας. 2α. το σύνολο των περιοχών ενός κράτους, ιδίως του ελληνικού, σε αντιδιαστολή με την πρωτεύουσά του: Διορίστηκε / υπηρετεί / ζει στην ~, όχι στην Aθήνα. || (τα χωριά και ιδ. οι κάτοικοί τους): Σκηνές από τη ζωή της επαρχίας. Nοοτροπία (της) επαρχίας. Tο ντύσιμο / η ομιλία του δείχνει ότι είναι από την ~. β. για χώρα καθυστερημένη και εξαρτημένη: H χώρα μας να μη γίνει οικονομική / πολιτιστική ~ της δυτικής Ευρώπης.

[λόγ. < ελνστ. ἐπαρχία `διοικητική περιφέρεια του ρωμαϊκού κράτους με προϊστάμενο έπαρχο΄ (λατ. provincia) σημδ. γαλλ. province, préfecture]

επαρχιακός -ή -ό [eparxiakós] Ε1 : 1.που ανήκει ή γενικά αναφέρεται σε ορισμένη επαρχία: α. του ελληνικού κράτους: ~ δρόμος. Επαρχιακό οδικό δίκτυο. Επαρχιακή επιτροπή ενός κόμματος. β. οποιουδήποτε κράτους: Επαρχιακή πρωτεύουσα / διοίκηση. || (εκκλ.) Επαρχιακή σύνοδος. 2α. που αναφέρεται στις υπόλοιπες περιοχές ενός κράτους εκτός από την πρωτεύουσα: Επαρχιακά αστικά κέντρα. Επαρχιακή εφημερίδα. ~ τύπος. β. (σπάν.) επαρχιώτικος.

[λόγ. επαρχί(α) -ακός (πρβ. ελνστ. ἐπαρχικός `στη δικαιοδοσία επάρχου΄)]

επαρχιώτης ο [eparxiótis] Ο10 θηλ. επαρχιώτισσα [eparxiótisa] Ο27 : 1.αυτός που κατοικεί στην επαρχία ή κατάγεται από αυτή σε αντιδιαστολή με τον κάτοικο της πρωτεύουσας ή και του μεγάλου αστικού κέντρου: Nοοτροπία επαρχιώτη. 2. για άνθρωπο με νοοτροπία, συμπεριφορά, κουλτούρα κτλ. περιορισμένη σε στενά τοπικά πλαίσια. επαρχιωτάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἐπαρχιώτης `κάτοικος μιας επαρχίας΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. επαρχία· λόγ. επαρχιώτ(ης) -ισσα]

επαρχιώτικος -η -ο [eparxiótikos] Ε5 : που αναφέρεται στον επαρχιώτη, στον άνθρωπο με αντίστοιχη νοοτροπία, συμπεριφορά, κουλτούρα κτλ. ή στην επαρχία2: Επαρχιώτικο ντύσιμο / φέρσιμο. Επαρχιώτικες συνήθειες. επαρχιώτικα ΕΠIΡΡ.

[επαρχιώτ(ης) -ικος]

επαρχιωτισμός ο [eparxiotizmós] Ο17 : κάθε μειωτικό στοιχείο που χαρακτηρίζει τον επαρχιώτη ή την επαρχία2: Πνευματικός / πολιτιστικός ~. Aρνείται τόσο τον επαρχιωτισμό όσο και τον κοσμοπολιτισμό.

[λόγ. επαρχιώτ(ης) -ισμός μτφρδ. γαλλ. provincialisme]

επαρχιωτοπούλα η [eparxiotopúla] Ο25α : κορίτσι από την επαρχία.

[λόγ. επαρχιώτ(ης) -οπούλα]

επαρχιωτόπουλο το [eparxiotópulo] Ο41 : αγόρι από την επαρχία. || (πληθ.) παιδιά από την επαρχία χωρίς διάκριση φύλου.

[λόγ. επαρχιώτ(ης) -όπουλο]

< Προηγούμενο   1... 8 9 [10] 11 12 ...17   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες