Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: %αρχι%
162 items total [131 - 140]
πατριαρχικός 2 -ή -ό : 1. (κοινων.) που ανήκει ή που αναφέρεται στην πατριαρχία ως κοινωνική μορφή οργάνωσης. ANT μητριαρχικός: Πατριαρχική οργάνωση της κοινωνίας. Πατριαρχική οικογένεια, που έχει ως αρχηγό το μεγαλύτερο σε ηλικία άντρα και που στηρίζεται στη διαδοχή κυρίως μέσο των αρρένων. 2. που έχει ή που τον χαρακτηρίζουν συντηρητικές, αυστηρές αρχές: Πατριαρχική οικογένεια / συμπεριφορά. πατριαρχικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αγγλ. patriarchical < patriarch(y) = πατριαρ χ(ία) 2 -ical = -ικός]

πειθαρχία η [piθarxía] Ο25 : η υπακοή σε κανόνες που ρυθμίζουν τη συμπεριφορά και τη δράση των ατόμων ενός συνόλου και εξασφαλίζουν την τάξη: ~ στους νόμους της πολιτείας. Aυστηρή ~. Στρατιωτική ~. Kανόνες πειθαρχίας. Παράβαση κανόνων πειθαρχίας. Παράβαση πειθαρχίας. (έκφρ.) πρωσική* ~.

[λόγ. < αρχ. πειθαρχία]

πειθαρχικός -ή -ό [piθarxikós] Ε1 : 1. που αφορά την πειθαρχία: Πειθαρχική παράβαση. Πειθαρχικό παράπτωμα. Πειθαρχική ποινή, που επιβάλλεται για παράβαση κανόνων πειθαρχίας. Πειθαρχική δίωξη. Πειθαρχικό συμβούλιο και ως ουσ. το πειθαρχικό, που κρίνει περιπτώσεις παράβασης της πειθαρχίας και επιβάλλει πειθαρχικές ποινές: Tον πέρασαν πειθαρχικό. || για ειδική στρατιωτική μονάδα στην οποία κατατάσσουν απείθαρχους στρατιώτες για τιμωρία ή σωφρονισμό: ~ λόχος. Πειθαρχικό τάγμα. 2. (για πρόσ.) που υπακούει σε κανόνες πειθαρχίας και σε εντολές ανωτέρων· (πρβ. υπάκουος, πειθαρχημένος). ANT απείθαρχος: ~ στρατιώτης / υπάλληλος. πειθαρχικώς ΕΠIΡΡ: Διώκεται ~, για πειθαρχική παράβαση.

[λόγ.: 2: αρχ. πειθαρχικός· 1: σημδ. γαλλ. discipli naire· λόγ. πειθαρχικ(ός) -ώς]

πετραρχικός -ή -ό [petrarxikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον Iταλό ποιητή Πετράρχη: Πετραρχικό σονέτο.

[λόγ. Πετράρχ(ης) -ικός < ιταλ. Ρetrarc(a) -ης]

ποιμεναρχία η [pimenarxía] Ο25 : (εκκλ.) το έργο και το αξίωμα του ποιμενάρχη.

[λόγ. < μσν. ποιμεναρχία < ποιμενάρχ(ης) -ία]

πολυαρχία η [poliarxía] Ο25 : 1. καθεστώς, στο οποίο η εξουσία είναι μοιρασμένη και ασκείται από πολλούς συγχρόνως. 2. (αρνητ.) κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από αδυναμία να ασκηθεί μια εξουσία με ενιαίο, με συνεκτικό τρόπο.

[λόγ. < αρχ. πολυαρχία]

πολυβολαρχία η [polivolarxía] Ο25 : (στρατ.) μονάδα πυροβολικού που αποτελείται συνήθ. από τέσσερις διμοιρίες πολυβόλων.

[λόγ. πολυβό λ(ον) + -αρχία]

πρωταρχικός -ή -ό [protarxikós] Ε1 : 1. ο αρχικός, ο πρώτος: Πρωταρχικές μορφές ζωής. 2. για να δηλώσουμε με έμφαση κτ. που είναι κύριο, βασικό: Tο πρόβλημα της κυκλοφορίας είναι πρωταρχικής σημασίας / είναι πρωταρχικό για τις πόλεις. πρωταρχικά ΕΠIΡΡ: H γλώσσα είναι ~ λειτουργία κοινωνική. ~ πρέπει να μας απασχολήσουν οργανωτικά θέματα.

[λόγ. φρ. πρώτ(η) αρχ(ή) -ικός μτφρδ. γαλλ. primordial]

πρωταρχινίζω [protarxinízo] Ρ2.1α μππ. πρωταρχινισμένος : (προφ.) πρωτοαρχίζω.

[πρωτ(ο)- + αρχινίζω]

πρωταρχίνισμα το [protarxínizma] Ο49 : η ενέργεια του πρωτοαρχίζωα, η πρώτη αρχή, το ξεκίνημα μιας δουλειάς.

[πρωτ(ο)- + αρχίνισμα]

< Previous   1... 12 13 [14] 15 16 17   Next >
Go to page:Go