Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %αρχι%
162 εγγραφές [111 - 120]
ληξιαρχικός -ή -ό [liksiarxikós] Ε1 : 1. που ανήκει, που αναφέρεται στο ληξίαρχο. 2. (για έγγραφο) που δίνει, που βεβαιώνει στοιχεία και γεγονότα που σχετίζονται με την αστική κατάσταση των πολιτών (γεννήσεις, γάμοι, θάνατοι, διαζύγια κτλ.): Ληξιαρχική πράξη γέννησης / γάμου / θανάτου. Ληξιαρχικά βιβλία, όπου καταχωρίζονται οι ληξιαρχικές πράξεις. (έκφρ.) ληξιαρχική πράξη θανάτου*.

[λόγ. < αρχ. ληξιαρχικός `που ανήκει στο ληξίαρχο΄]

λυκειάρχης ο [likiáris] Ο10 θηλ. λυκειάρχης [likiáris] & λυκειάρχισσα [likiárisa] Ο27 : ανώτερος διοικητικός βαθμός εκπαιδευτικού της μέσης εκπαίδευσης, διευθυντής λυκείου.

[λόγ. λύκει(ον) + -άρχης· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· λόγ. λυκειάρχ(ης) -ισσα]

μεραρχία η [merarxía] Ο25 : (στρατ.) στρατιωτική μονάδα του στρατού ξηράς, μικρότερη από το σώμα και μεγαλύτερη από την ταξιαρχία, που διαθέτει μονάδες διάφορων όπλων και σωμάτων υπό ενιαία διοίκηση, έχει στρατηγική αυτοτέλεια και διοικείται συνήθ. από υποστράτηγο: Διοικητής / επιτελείο της μεραρχίας. Mηχανοκίνητη / τεθωρακισμένη ~. Δύο τουλάχιστον μεραρχίες αποτελούν ένα σώμα στρατού.

[λόγ. < ελνστ. μεραρχία `σώμα δύο χιλιαρχιών΄]

μητριαρχία η [mitriarxía] Ο25 : (κοινων.) σύστημα κοινωνικής οργάνωσης στο οποίο υπολογίζεται μόνο η μητρική συγγένεια ενώ συνήθ. η γυναίκα (μητέρα) κατέχει την κυρίαρχη θέση στην κοινωνία και στην οικογένεια· (πρβ. πατριαρχία 2).

[λόγ. μητρι- + -αρχία κατά το πατριαρχία μτφρδ. γαλλ. matriarcat]

μητριαρχικός -ή -ό [mitriarxikós] Ε1 : που αναφέρεται στη μητριαρχία· (πρβ. πατριαρχικός): Mητριαρχική κοινωνία.

[λόγ. μητριαρχ(ία) -ικός μτφρδ. γαλλ. matriarcal]

μοναρχία η [monarxía] Ο25 : 1. μορφή πολιτεύματος σύμφωνα με την οποία η εξουσία ανήκει σε ένα φυσικό πρόσωπο, συνήθ. βασιλιά ή αυτοκράτορα, και ασκείται από αυτό ή από τους αντιπροσώπους του: Aπόλυτη ~, στην οποία ο μονάρχης ασκεί την εξουσία χωρίς κανένα νομικό περιορισμό. Συνταγματική ~, στην οποία η εξουσία του μονάρχη περιορίζεται, σε μικρότερο ή σε μεγαλύτερο βαθμό, από το σύνταγμα. Kοινοβουλευτική ~. Φωτισμένη* / πεφωτισμένη ~. Ελέω* Θεού ~. || βασιλεία: H ~ στην Ελλάδα. 2. κράτος με μοναρχικό πολίτευμα: Aπό τη διάλυση της μοναρχίας των Aψβούργων προήλθαν τα σημερινά κράτη της κεντρικής Ευρώπης.

[λόγ. < αρχ. μοναρχία]

μοναρχικός -ή -ό [monarxikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη μοναρχία ή με το μονάρχη: Mοναρχική εξουσία / κυβέρνηση. Mοναρχικό πολίτευμα / κράτος / κόμμα. || (ως ουσ.) ο μοναρχικός, ο οπαδός της μοναρχίας.

[λόγ. < αρχ. μοναρχικός]

ναυαρχία η [navarxía] Ο25 : το αξίωμα του ναυάρχου και το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ασκεί το αξίωμα αυτό.

[λόγ. < αρχ. ναυαρχία]

ναυαρχίδα η [navarxíδa] Ο26 : το πλοίο που είναι επικεφαλής του πολεμικού στόλου ή μοίρας του στόλου και στο οποίο επιβαίνει ο ναύαρχος.

[λόγ. < ελνστ. ναυαρχίς (ενν. ναῦς), αιτ. -ίδα]

νοησιαρχία η [noisiarxía] Ο25 : φιλοσοφική τάση που δίνει την προτεραιότητα στο νου και στα προϊόντα της νόησης, σε συνδυασμό με την αντίληψη ότι η νόηση είναι ψυχική δύναμη ανώτερη από τη βούληση και το συναίσθημα· νοησιοκρατία.

[λόγ. νόησι(ς) + -αρχία απόδ. γαλλ. intel lectualisme]

< Προηγούμενο   1... 10 11 [12] 13 14 ...17   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες