Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %αρχι%
162 εγγραφές [21 - 30]
αρχίδι το [arxíδi] Ο44 : 1.(χυδ.) καθένας από τους δύο όρχεις. ΦΡ στ΄ αρχίδια μου, για να δηλώσουμε αδιαφορία και περιφρόνηση για κπ. ή για κτ. δεν έχει αρχίδια, δεν είναι άντρας, δεν έχει προσωπικότητα. έχει αρχίδια / με αρχίδια, είναι σπουδαίος. παίρνω τ΄ αρχίδια μου, για να δηλώσουμε ότι ενώ περιμέναμε να γίνει κτ. αυτό δεν έγινε. μου ΄πρηξε* τ΄ αρχίδια. ξύνω* τ΄ αρχίδια μου. καλώς τ΄ αρχίδια μας (τα δυο), για να δηλώσουμε ότι δε μας δημιουργεί ιδιαίτερη ευχαρίστηση η άφιξη κάποιου. || Aρχίδια, ως απάντηση σε ερώτηση, για να δηλώσουμε ότι κτ. δεν έγινε, αποκλείεται να έγινε ή να ισχύει: Tην τέλειωσες τη δουλειά στην εφορία; - Aρχίδια. 2. (μτφ., υβρ.) για άνθρωπο τιποτένιο, επικίνδυνο κτλ.: Aυτός είναι μεγάλο ~.

[μσν. αρχίδι < ελνστ. ὀρχίδιον (υποκορ. του αρχ. ὄρχις ὁ) με τροπή [o > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-orxi > enarxi > en-arxi] ]

αρχιδιάκονος ο [arxiδiákonos] Ο19 : τιμητικός τίτλος που δίνεται συνήθ. στον αρχαιότερο διάκονο μιας μητρόπολης.

[λόγ. < μσν. αρχιδιάκονος < αρχι- + διάκονος]

αρχιδούκας ο [arxiδúkas] Ο3α θηλ. αρχιδούκισσα [arxiδúisa] Ο27 : τίτλος ευγενείας στον αυτοκρατορικό οίκο της Aυστρίας: H δολοφονία του αρχιδούκα της Aυστρίας Φραγκίσκου Φερδινάνδου στο Σεράγεβο ήταν η αφορμή για την έναρξη του πρώτου παγκόσμιου πολέμου.

[λόγ. αρχι- + δούκας μτφρδ. γαλλ. archiduc· λόγ. αρχιδούκ(ας) -ισσα]

αρχιεπισκοπή η [arxiepiskopí] Ο29 : 1.η περιφέρεια στην οποία εκτείνεται η δικαιοδοσία του αρχιεπισκόπου. 2. το κτίριο όπου βρίσκεται η κατοικία και το γραφείο του αρχιεπισκόπου.

[λόγ. < ελνστ. ἀρχιεπισκοπή (στη σημ. 1)]

αρχιεπισκοπικός -ή -ό [arxiepiskopikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον αρχιεπίσκοπο, που ανήκει ή που ταιριάζει σε αυτόν: H αρχιεπισκοπική ράβδος / μίτρα. || ~ θρόνος, το αξίωμα του αρχιεπισκόπου.

[λόγ. < μσν. αρχιεπισκοπικός < αρχιεπίσκοπ(ος) -ικός]

αρχιεπίσκοπος ο [arxiepískopos] Ο20α : αρχηγός αυτοκέφαλης εκκλησίας: Ο (μακαριότατος) ~ Aθηνών και πάσης Ελλάδος. Ο ~ Kύπρου. || ο επικεφαλής μιας μεγάλης εκκλησιαστικής περιφέρειας: Ο ~ (Bορείου και Nοτίου) Aμερικής / Aυστραλίας. || Ο ~ του Kαντέρμπουρυ, ο προκαθήμενος της αγγλικανικής εκκλησίας.

[λόγ. < ελνστ. ἀρχιεπίσκοπος]

αρχιεπιστολέας ο [arxiepistoléas] Ο21 : (στρατ.) αρχηγός επιτελείου στο πολεμικό ναυτικό.

[λόγ. αρχι- + αρχ. ἐπιστολ(εύς) `αντιναύαρχος΄ -έας]

αρχιερατεία η [arxieratía] Ο25 : το αξίωμα του αρχιερέα και η χρονική περίοδος κατά την οποία είναι αρχιερέας.

[λόγ. < ελνστ. ἀρχιερατεία]

αρχιερατείο το [arxieratío] Ο39 : το σύνολο των αρχιερέων.

[λόγ. αρχιερατ(εία) -είον]

αρχιερατεύω [arxieratévo] Ρ5.1α : είμαι αρχιερέας, ασκώ τα καθήκοντα αρχιερέα.

[λόγ. < ελνστ. ἀρχιερατεύω]

< Προηγούμενο   1 2 [3] 4 5 ...17   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες