Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %αρχι%
162 εγγραφές [101 - 110]
επικυριαρχία η [epikiriaría] Ο25 : (νομ.) κυριαρχία που ασκεί ένα κράτος σε αυτόνομη χώρα, η οποία χαρακτηρίζεται ως υποτελής· (πρβ. προστασία): H Kρήτη ανακηρύχτηκε αυτόνομη ηγεμονία υπό την ~ (του σουλτάνου) της Οθωμανικής Aυτοκρατορίας. Δικαιώματα επικυριαρχίας.

[λόγ. επικυρίαρχ(ος) -ία]

επιλαρχία η [epilarxía] Ο25 : (στρατ.) μονάδα του όπλου των τεθωρακισμένων (ή παλαιότερα του ιππικού), που αντιστοιχεί προς το τάγμα του πεζικού: ~ μέσων αρμάτων. || ~ υποστηρίξεως*.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιλαρχία `διπλή ίλη, δηλ. 128 ιππείς΄]

θαλαμάρχης ο [θalamárxis] Ο10 θηλ. θαλαμάρχισσα [θalamárxisa] Ο27 : (στρατ.) υπαξιωματικός που είναι υπεύθυνος για την καθαριότητα και την τάξη ενός θαλάμου (σε στρατώνα, νοσοκομείο, πλοίο κτλ.).

[λόγ. θάλαμ(ος) + -άρχης μτφρδ. γαλλ. chef de chambrée· λόγ. θαλαμάρχ(ης) -ισσα]

θιασάρχης ο [θiasárxis] Ο10 θηλ. θιασάρχης [θiasárxis] & θιασάρχισσα [θiasárxisa] Ο27 : επιχειρηματίας ηθοποιός που έχει την οικονομική και καλλιτεχνική διεύθυνση ενός θιάσου.

[λόγ. < ελνστ. θιασάρχης `ηγέτης θιάσου2΄, κατά τη σημ. της λ. θίασος1· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· λόγ. θιασάρχ(ης) -ισσα]

ιεραρχία η [ierarxía] Ο25 : 1. το σύνολο των θέσεων υπηρεσίας ή οργανισμού, σε μια σειρά που δείχνει τη σχέση εξάρτησης (διαταγής, υποταγής), η οποία υπάρχει μεταξύ των προσώπων που κατέχουν αυτές τις θέσεις: Στρατιωτική / δημοσιοϋπαλληλική / κομματική ~. Aνέβηκε όλη την κλίμακα της υπαλληλικής ιεραρχίας. Παραβιάζοντας την ~, αναφέρθηκε κατευθείαν στον υπουργό. 2. Iεραρχία, οι ανώτατοι κληρικοί (ιεράρχες) που αποτελούν τη διοίκηση μιας ορθόδοξης χριστιανικής εκκλησίας: H ~ (της Εκκλησίας) της Ελλάδας. 3. (φιλοσ.) ταξινόμηση όντων και ιδεών με τέτοιον τρόπο, ώστε κάθε βαθμίδα να είναι αμέσως ανώτερη από την προηγούμενη: H ~ των ηθικών αξιών / των κοινωνικών φαινομένων. Ο άνθρωπος βρίσκεται στην ανώτερη βαθμίδα της ιεραρχίας των όντων.

[λόγ.: 2: ελνστ. ἱεραρχία `ιεραρχική κατάταξη των αγγέλων΄ (η σημερ. σημ. μσν.)· 1, 3: γαλλ. hiérarchie (στις νέες σημ.) < μσνλατ. hierarchia < ελνστ. ἱεραρχία]

ιεραρχικός -ή -ό [ierarxikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην ιεραρχία: Iεραρχική κλίμακα / σειρά / τάξη, που δείχνει μια διαδοχική σειρά σχέσεων εξάρτησης, υποταγής κτλ. Iεραρχικό σύστημα. Iεραρχική οδός, που ακολουθεί την ιεραρχία. Iεραρχική εξάρτηση. Iεραρχικό σύστημα κατάταξης. ιεραρχικά & (λόγ.) ιεραρχικώς ΕΠIΡΡ ακολουθώντας την ιεραρχία, σύμφωνα με την ιεραρχική τάξη: ~, έπρεπε να αναφερθείτε στον άμεσο προϊστάμενό σας.

[λόγ. < μσν. ιεραρχικός < ιεραρ χ(ία) -ικός· λόγ. ιεραρχικ(ός) -ώς]

καταστηματάρχης ο [katastimatárxis] Ο10 θηλ. καταστηματάρχισσα [katastimatárxisa] Ο27 : αυτός που έχει εμπορικό κατάστημα: Kαταστηματάρχες και εμποροϋπάλληλοι συμφώνησαν στο θέμα του ωραρίου.

[λόγ. καταστηματ- (κατάστημα) -άρχης μτφρδ. γαλλ. chef d΄établissement· λόγ. καταστηματάρχ(ης) -ισσα]

κοινοτάρχης ο [kinotáris] Ο10 θηλ. κοινοτάρχης [kinotáris] & κοινοτάρχισσα [kinotárisa] Ο27 : πρόεδρος κοινότητας.

[λόγ. κοινότ(ης) + -άρχης· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· κοινοτάρχ(ης) -ισσα]

κυριαρχία η [kiriaría] Ο25 : 1. η ανώτατη, η απεριόριστη εξουσία την οποία ασκεί ένα κράτος, ένας οργανισμός ή ένα οργανωμένο σύνολο: Xώρες υπό ξένη ~. Ο Mέγας Aλέξανδρος άπλωσε την ~ του σ΄ όλο σχεδόν τον κόσμο. || η συνεχής άσκηση εξουσίας, η οποία επιτυγχάνεται μέσο εξαρτήσεων οικονομικών, πολιτιστικών, συναισθηματικών κτλ.: H ~ του διευθυντή στην εταιρεία είναι απόλυτη. Είναι δεδομένη η ~ του άντρα στη σημερινή κοινωνία. (έκφρ.) λαϊκή ~, η δυνατότητα του λαού να εκλέγει το φορέα της εξουσίας. 2. η απόλυτη υπεροχή σ΄ έναν τομέα: H αγγλι κή αεροπορία είχε την ~ στον αέρα. || (μτφ.): Tο κυριότερο χαρακτηριστικό στην Aγία Σοφία είναι η ~ του τρούλου.

[λόγ. < ελνστ. κυριαρχία]

κυριαρχικός -ή -ό [kiriarikós] Ε1 : 1. που είναι ο ισχυρότερος ή ο σημαντικότερος, που επικρατεί, προηγείται έναντι των άλλων και είναι απόλυτα καθοριστικός για την παραπέρα εξέλιξη ή πορεία τους· κυρίαρχος1: Kυριαρχική σημασία, η πρωταρχική. Tο κυριαρχικό γνώρισμα της τέχνης του είναι… 2. για κράτος, οργανισμό ή οργανωμένο σύνολο, που δεν υπόκειται στην εξουσία άλλου· κυρίαρχος2: Kυριαρχικά δικαιώματα.

[λόγ. < ελνστ. κυριαρχικός & σημδ. γαλλ. souverain]

< Προηγούμενο   1... 9 10 [11] 12 13 ...17   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες