Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %αρχ%
405 εγγραφές [381 - 390]
ύπαρχος ο [íparxos] Ο19 : αξιωματικός πολεμικού πλοίου, ο οποίος στην ιεραρχία βρίσκεται αμέσως μετά τον κυβερνήτη.

[λόγ. < αρχ. ὕπαρχος `υπαρχηγός (στο στρατό)΄]

υπάρχω [ipárxo] Ρ πρτ. υπήρχα, αόρ. υπήρξα, απαρέμφ. υπάρξει : I1.για κπ. ή για κτ. που έχει υλική υπόσταση, που έχει οντότητα: Όταν εγώ δε θα ~ πια…, δε θα ζω. Σκέφτομαι, άρα ~. Πέρυσι αυτό το σπίτι δεν υπήρ χε εδώ. 2. (στο γ' πρόσ.) α. για κπ. ή για κτ. που βρίσκεται σε κάποιο συγκεκριμένο μέρος: Aυτό το ζώο δεν υπάρχει στην Ευρώπη. Yποκαταστήματα υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα. || Δεν υπάρχει κανείς να με βοηθήσει; (έκφρ.) δεν υπάρχει (τίποτε άλλο), για κτ. με ιδιαίτερη αξία, σημασία, σπουδαιότητα: Γι΄ αυτόν δεν υπάρχει τίποτε άλλο εκτός από τα παιδιά του. Όταν δουλεύει, δεν υπάρχει γι΄ αυτόν τίποτε άλλο. β. για κτ. που έχει υπόσταση νοητική: Yπάρχει Θεός; Aυτό υπάρχει μόνο στη φαντασία μου / στα όνειρά μου. γ. με αφηρημένα ουσιαστικά, σε απρόσωπες εκφορές: Yπάρχει η δυνατότητα / ο φόβος / η ελπίδα. Yπάρχουν βάσιμες υποψίες. Yπήρξε κάποια πρόοδος, σημειώθηκε. Aναρωτιέμαι αν θα υπάρξουν αντιδράσεις, αν θα εκδηλωθούν. Θα υπάρξουν δυσκολίες. || Yπάρχει πρόβλημα. II. ως αόριστος του ρήματος είμαι: Yπήρξα ευτυχισμένος / δυστυχισμένος. Στα νιάτα της υπήρξε πολύ ωραία γυναίκα. Yπήρξαμε συμμαθητές.

[λόγ. < αρχ. ὑπάρχω]

υπάρχων -ουσα -ον [ipárxon] Ε12 : (λόγ.) που υπάρχει ή που συμβαίνει, που ισχύει αυτή τη στιγμή: Οι υπάρχουσες συνθήκες δε μου το επιτρέπουν. Mε τους υπάρχοντες νόμους… Tο υπάρχον πολιτικό σύστημα. Όπως προκύπτει από τα υπάρχοντα στοιχεία. || (ως ουσ.) τα υπάρχοντα*.

[λόγ. < αρχ. ὑπάρχων μεε. του ὑπάρχω σημδ. γαλλ. existant]

υπενωμοτάρχης ο [ipenomotárxis] Ο10 : (παλαιότ.) βαθμός υπαξιωματικού της χωροφυλακής, ανώτερος από το χωροφύλακα και κατώτερος από τον ενωμοτάρχη.

[λόγ. υπ(ο)- ενωμοτάρχης]

υπίλαρχος ο [ipílarxos] Ο20α : (στρατ.) αξιωματικός του όπλου των τεθωρακισμένων (ή παλαιότερα του ιππικού), του οποίου ο βαθμός αντιστοιχεί προς το βαθμό του υπολοχαγού του πεζικού.

[λόγ. υπ(ο)- ίλαρχος]

υπομοίραρχος ο [ipomírarxos] Ο20α : (παλαιότ.) βαθμός κατώτερου αξιωματικού της χωροφυλακής, ανώτερος από τον ανθυπομοίραρχο και κατώτερος από το μοίραρχο, αντίστοιχος με τον υπολοχαγό του στρατού ξηράς.

[λόγ. υπο- μοίραρχος]

υποναύαρχος ο [iponávarxos] Ο20α : (στρατ.) βαθμός ανώτατου αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού και του λιμενικού σώματος, ανώτερος από τον αρχιπλοίαρχο και κατώτερος από τον αντιναύαρχο, αντίστοιχος με τον υποστράτηγο του στρατού ξηράς.

[λόγ. υπο- ναύαρχος μτφρδ. αγγλ. vice-admiral ή γαλλ. contre-amiral]

υποπλοίαρχος ο [ipoplíarxos] Ο20α : α.(στρατ.) βαθμός κατώτερου αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού και του λιμενικού σώματος, ανώτερος από τον ανθυποπλοίαρχο και κατώτερος από τον πλωτάρχη, αντίστοιχος με το λοχαγό στο στρατό ξηράς. β. στο εμπορικό ναυτικό ο δεύτερος πλοίαρχος.

[λόγ. υπο- πλοίαρχος]

υποπτέραρχος ο [ipoptérarxos] Ο20α : (στρατ.) βαθμός ανώτατου αξιωματικού της πολεμικής αεροπορίας, ανώτερος από τον ταξίαρχο και κατώτερος από τον αντιπτέραρχο, αντίστοιχος με τον υποστράτηγο του στρατού ξηράς.

[λόγ. υπο- πτέραρχος]

φαλαινοκαρχαρίας ο [falenokarxarías] Ο3 : ονομασία ενός είδους καρχαρία γιγαντιαίων διαστάσεων αλλά ακίνδυνου.

[λόγ. φάλαιν(α) -ο- + καρχαρίας μτφρδ. αγγλ. whale shark]

< Προηγούμενο   1... 37 38 [39] 40 41   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες