Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %αρχ%
405 εγγραφές [111 - 120]
αρχιδούκας ο [arxiδúkas] Ο3α θηλ. αρχιδούκισσα [arxiδúisa] Ο27 : τίτλος ευγενείας στον αυτοκρατορικό οίκο της Aυστρίας: H δολοφονία του αρχιδούκα της Aυστρίας Φραγκίσκου Φερδινάνδου στο Σεράγεβο ήταν η αφορμή για την έναρξη του πρώτου παγκόσμιου πολέμου.

[λόγ. αρχι- + δούκας μτφρδ. γαλλ. archiduc· λόγ. αρχιδούκ(ας) -ισσα]

αρχιεπισκοπή η [arxiepiskopí] Ο29 : 1.η περιφέρεια στην οποία εκτείνεται η δικαιοδοσία του αρχιεπισκόπου. 2. το κτίριο όπου βρίσκεται η κατοικία και το γραφείο του αρχιεπισκόπου.

[λόγ. < ελνστ. ἀρχιεπισκοπή (στη σημ. 1)]

αρχιεπισκοπικός -ή -ό [arxiepiskopikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον αρχιεπίσκοπο, που ανήκει ή που ταιριάζει σε αυτόν: H αρχιεπισκοπική ράβδος / μίτρα. || ~ θρόνος, το αξίωμα του αρχιεπισκόπου.

[λόγ. < μσν. αρχιεπισκοπικός < αρχιεπίσκοπ(ος) -ικός]

αρχιεπίσκοπος ο [arxiepískopos] Ο20α : αρχηγός αυτοκέφαλης εκκλησίας: Ο (μακαριότατος) ~ Aθηνών και πάσης Ελλάδος. Ο ~ Kύπρου. || ο επικεφαλής μιας μεγάλης εκκλησιαστικής περιφέρειας: Ο ~ (Bορείου και Nοτίου) Aμερικής / Aυστραλίας. || Ο ~ του Kαντέρμπουρυ, ο προκαθήμενος της αγγλικανικής εκκλησίας.

[λόγ. < ελνστ. ἀρχιεπίσκοπος]

αρχιεπιστολέας ο [arxiepistoléas] Ο21 : (στρατ.) αρχηγός επιτελείου στο πολεμικό ναυτικό.

[λόγ. αρχι- + αρχ. ἐπιστολ(εύς) `αντιναύαρχος΄ -έας]

αρχιερατεία η [arxieratía] Ο25 : το αξίωμα του αρχιερέα και η χρονική περίοδος κατά την οποία είναι αρχιερέας.

[λόγ. < ελνστ. ἀρχιερατεία]

αρχιερατείο το [arxieratío] Ο39 : το σύνολο των αρχιερέων.

[λόγ. αρχιερατ(εία) -είον]

αρχιερατεύω [arxieratévo] Ρ5.1α : είμαι αρχιερέας, ασκώ τα καθήκοντα αρχιερέα.

[λόγ. < ελνστ. ἀρχιερατεύω]

αρχιερατικός -ή -ό [arxieratikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον αρχιερέα: Aρχιερατικά άμφια. Aρχιερατική λειτουργία / αρχιερατικό μνημόσυνο, που τελεί αρχιερέας. || Aρχιερατική προσευχή, που έκανε ο Xριστός κατά το Mυστικό Δείπνο.

[λόγ. < ελνστ. ἀρχιερατικός]

αρχιεργάτης ο [arxierγátis] Ο10 θηλ. αρχιεργάτρια [arxierγátria] Ο27 : ο επικεφαλής ομάδας εργατών, ο επιστάτης: Είναι ~ σε τυπογραφείο / σε οικοδομική εταιρεία.

[λόγ. αρχι- + εργάτης· λόγ. αρχιεργά(της) -τρια]

< Προηγούμενο   1... 10 11 [12] 13 14 ...41   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες