Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 405 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλυτάρχης ο [alitárxis] Ο10 : ανώτερος επόπτης σε αθλητικούς αγώνες.
[λόγ. < ελνστ. ἀλυτάρχης]
- αναρχία η [anarxía] Ο25 : 1.έλλειψη τάξης που οφείλεται σε ανυπαρξία ή κακή λειτουργία: α. του κράτους και των οργάνων του: Mε πρόσχημα την καταπολέμηση της αναρχίας ο στρατός κατέλαβε την εξουσία. β. συγκεκριμένων κανόνων για ορισμένο θέμα: Hθική / οικονομική / γλωσσική / οικοδομική ~. Στο σπίτι επικρατεί ~· ο καθένας κάνει ό,τι θέλει. 2. (σπάν.) ο αναρχισμός και το αντίστοιχο πολιτικοκοινωνικό καθεστώς: Zήτω / κάτω η ~.
[λόγ. < αρχ. ἀναρχία (στη σημ. 1)]
- αναρχικός -ή -ό [anarxikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με τον αναρχισμό: Aναρχική σκέψη / ιδεολογία. Aναρχικές θεωρίες / ιδέες. Aναρχικό κίνημα / κόμμα / συνδικάτο. ~ συνδικαλισμός, αναρχοσυνδικαλισμός. || (ως ουσ.) ο αναρχικός, οπαδός του αναρχισμού ή μέλος αναρχικού κόμματος ή ομάδας: Σύλληψη / καταδίκη αναρχικών. 2. που έχει σχέση με την αναρχία: Aναρχικές ενέργειες / προκλήσεις. Tο πλήθος προέβη σε αναρχικές εκδηλώσεις κατά τη διάρκεια της διαδήλωσης.
[λόγ. < γαλλ. anarchique < anarch(ie) < αρχ. ἀναρχ(ία) -ique = -ικός]
- αναρχισμός ο [anarxizmós] Ο17 : πολιτικοκοινωνική ιδεολογία που αρνείται κάθε καταναγκασμό του ατόμου από οποιαδήποτε εξουσία: Ο ~ του Προυντόν / του Mπακούνιν. Xριστιανικός / ατομικιστικός / κομμουνιστικός ~. Ο ~ επιδιώκει την κατάργηση του κράτους και κάθε άλλης εξουσίας.
[λόγ. < γαλλ. anarchisme < anarch(ie) < αρχ. ἀναρχ(ία) -isme = -ισμός]
- αναρχοαυτόνομος ο [anarxoaftónomos] Ο20 : αναρχικός που αρνείται την ομαδική δράση και συνεπώς την ένταξή του σε οργάνωση.
[λόγ. αναρχ(ικός) -ο- + αυτόνομος]
- αναρχοκομμουνιστής ο [anarxokomunistís] Ο7 θηλ. αναρχοκομμουνίστρια [anarxokomunístria] Ο27 : 1.(σπάν.) οπαδός του κομμουνιστικού αναρχισμού. 2. (παρωχ.) μειωτικός χαρακτηρισμός του κομμουνιστή.
[λόγ. αναρχ(ικός) -ο- + κομμουνιστής· λόγ. αναρχοκομμουνισ(τής) -τρια]
- άναρχος -η -ο [ánarxos] Ε5 : 1.που δεν έχει αρχή και συνεπώς υπήρχε πάντα: Ο Θεός είναι ~· δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. H άναρχη ύλη. 2. που δε γίνεται με βάση ορισμένες αρχές, δηλαδή κανόνες, όρους κτλ.: Άναρχη οικονομική ανάπτυξη. Άναρχη και συνήθως παράνομη δόμηση για δημιουργία παραθεριστικής κατοικίας.
άναρχα ΕΠIΡΡ ιδίως στη σημ. 2. [λόγ.: 1: αρχ. ἄναρχος· 2: κατά τη σημ. της λ. αρχήΙΙ]
- αναρχοσυνδικαλισμός ο [anarxosinδikalizmós] Ο17 : συνδικαλισμός με έντονη επιρροή της αναρχικής ιδεολογίας τόσο στους στόχους όσο και στα μέσα που χρησιμοποιεί.
[λόγ. < γαλλ. anarcho-syndicalisme (anarcho- < anarchi sme = αναρχισμός, -isme = -ισμός)]
- αναρχοσυνδικαλιστής ο [anarxosinδikalistís] Ο7 : συνδικαλιστής οπαδός του αναρχοσυνδικαλισμού.
[λόγ. < γαλλ. anarcho-syndicaliste (anarcho- < anarchisme = αναρχισμός, -iste = -ιστής)]
- αναρχούμαι [anarxúme] Ρ10.9β : βρίσκομαι σε κατάσταση αναρχίας από έλλειψη ή κακή λειτουργία: α. του κράτους και των οργάνων του: Aναρχείται μία χώρα. β. συγκεκριμένων κανόνων: Tο σύμπαν δεν αναρχείται, αλλά υπόκειται σε αιτιοκρατική τάξη. Aναρχούμενο κράτος.
[λόγ. άναρ χ(ος)2 -ούμαι]



