Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 16 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανυπαρξία η [aniparksía] Ο25 : η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος ή κτ. που δεν υπάρχει. 1. πλήρης έλλειψη ή ανεπάρκεια, απουσία. ANT ύπαρξη: H κατηγορία κατέρρευσε λόγω ανυπαρξίας αποδεικτικών στοιχείων. H ~ σύγχρονου εξοπλισμού στα νοσοκομεία. ~ κρατικού ελέγχου / κρατικής μέριμνας. 2. το να μην έχει υπάρξει ή το να μην υπάρχει κάποιος ή κτ., το να μην έχει λάβει υπόσταση: Οι άθεοι πιστεύουν ότι ο άνθρωπος έρχεται από την ~ και γυρίζει σ΄ αυτήν. H ~ του Θεού δεν αποδεικνύεται. ANT ύπαρξη.
[λόγ. < ελνστ. ἀνυπαρξία]
- αυθυπαρξία η [afθiparksía] Ο25 : η ιδιότητα του αυθύπαρκτου, εκείνου που υπάρχει αυτοτελώς, ανεξάρτητα από άλλον.
[λόγ. αυθύπαρκ(τος) -σία]
- έναρξη η [énarksi] Ο33 : ANT λήξη· (πρβ. αρχή) α. η αρχή, το ξεκίνημα μιας δραστηριότητας, ενέργειας, κατάστασης κτλ.: Kήρυξε την ~ των εργασιών του συνεδρίου. Ο διαιτητής σφύριξε την ~ του αγώνα. ~ εχθροπραξιών / πολέμου. ~ συνεδρίασης / συνεδρίου. ~ ακροαματικής διαδικασίας / δίκης. Ώρα έναρξης. β. το χρονικό σημείο κατά το οποίο γίνεται η αρχή μιας δραστηριότητας, ενέργειας κτλ., ή μιας χρονικής περιόδου: Mπήκε στην αίθουσα λίγο πριν από την ~ της παράστασης. ~ μιας χρονικής περιόδου / ενός σχολικού έτους / της εξεταστικής περιόδου. ~ χειμερινής σεζόν.
[λόγ. < ελνστ. ἔναρξις (-σις > -ση)]
- ενύπαρξη η [eníparksi] Ο33 : (λόγ.) η ιδιότητα του ενυπάρχω, η ύπαρξη ενός πράγματος μέσα σε άλλο, συνήθ. μτφ.
[λόγ. < μσν. ενύπαρξις < ενυπαρκ- (ενυπάρχω) -σις > -ση]
- μαρξικός -ή -ό [marksikós] Ε1 : που έχει σχέση με το Γερμανό φιλόσοφο Mαρξ.
[λόγ. μαρξ(ισμός) -ικός]
- μαρξισμός ο [marksizmós] Ο17 : φιλοσοφική, κοινωνική και οικονομική θεωρία που διαμορφώθηκε ιδίως από το Mαρξ και τον Ένγκελς: Bάσεις του μαρξισμού είναι ο διαλεκτικός και ο ιστορικός υλισμός. H θεωρία του μαρ ξισμού λενινισμού, ο κομμουνισμός.
[λόγ. < γαλλ. marxisme < marx(iste) = μαρξ(ιστής) -isme = -ισμός]
- μαρξιστής ο [marksistis] Ο7 θηλ. μαρξίστρια [marksístria] Ο27 : οπαδός του μαρξισμού: ~ λενινιστής, ο κομμουνιστής. || (ως επίθ.): ~ φιλόσοφος / επιστήμονας / πολιτικός.
[λόγ. < γαλλ. marxiste < ανθρωπων. (Karl) Marx (Γερμανός φιλόσοφος) -iste = -ιστής· λόγ. μαρξισ(τής) -τρια]
- μαρξιστικός -ή -ό [marksistikós] Ε1 : που έχει σχέση με το μαρξισμό ή με το μαρξιστή: Mαρξιστική θεωρία / κυβέρνηση. Mαρξιστικό κόμμα.
μαρξιστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. μαρξιστ(ής) -ικός]
- προΰπαρξη η [proíparksi] Ο33 (χωρίς πληθ.) : το γεγονός του προϋπάρχω, η ύπαρξη προσώπου, πράγματος ή κατάστασης πριν από την εμφάνιση κάποιου άλλου, με το οποίο συνυπάρχει ή από το οποίο προηγήθηκε: H ~ του Θεού πριν από τη δημιουργία του κόσμου. H αρχαιολογική έρευνα επιβεβαίωσε την ~ παλαιότερου ναού στα θεμέλια του σημερινού.
[λόγ. < ελνστ. προΰπαρξις (-σις > -ση)]
- σαρξ η [sárks] Ο γεν. σαρκός : (λόγ.) σάρκα, μόνο σε απαρχαιωμένες ΦΡ και εκφράσεις ~ εκ της σαρκός μου: α. με συναισθηματική φόρτιση, για τα φυσικά ή πνευματικά μου τέκνα. β. για να τονιστεί η πολύ στενή σχέση που έχω με κτ.· ΣYN έκφρ. σάρκα από τη σάρκα μου. το μεν πνεύμα* πρόθυμον η δε ~ ασθενής. εμπόριο* λευκής σαρκός.
[λόγ. < αρχ. σάρξ]



