Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %αποδρασ%
2 εγγραφές [1 - 2]
αναπόδραστος -η -ο [anapóδrastos] Ε5 : αναπότρεπτος, αναπόφευκτος: Aναπόδραστη ανάγκη / μοίρα. Ο θάνατος είναι φυσική και αναπόδραστη συνέπεια της ζωής. αναπόδραστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀναπόδραστος]

απόδραση η [apóδrasi] Ο33 : δραπέτευση που γίνεται συνήθ. σε μεγάλη κλίμακα και με βάση συγκεκριμένο σχέδιο: H ~ των καταδίκων / των αιχμαλώτων. Aπόπειρα απόδρασης. || (μτφ.): ~ από την καθημερινότητα της πόλης με μια εκδρομή στο βουνό.

[λόγ. < αρχ. ἀπόδρα(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες