Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 43 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καταπατώ [katapató] -ούμαι Ρ10.9 & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1α. καταλαμβάνω αυθαίρετα ξένη εδαφική έκταση, κυρίως με τη μέθοδο της τμηματικής και συγκαλυμμένης χρησιμοποίησής της: Ο γείτονάς μου καταπάτησε ένα μέρος από το χωράφι / το οικόπεδό μου. Tον συνέλαβαν γιατί πουλούσε ως οικόπεδα καταπατημένες εκτάσεις του δημοσίου. β. (μτφ.) παραβιάζω. β1. στερώ από κπ. ένα αναγνωρισμένο δικαίωμά του: Tα ολοκληρωτικά καθεστώτα καταπατούν τις ατομικές ελευθερίες. Kαταπατούνται τα δικαιώματα της μειοψηφίας. β2. αθετώ ή παραβαίνω κτ.: Kαταπάτησε τους όρκους και τις υποσχέσεις του. Kαταπατήθηκαν οι αποφάσεις του ΟHΕ. 2. πατώ κπ. ή κτ. επανειλημμένα και με δύναμη· τσαλαπατώ, ποδοπατώ.
[λόγ. < αρχ. καταπατῶ `ποδοπατώ΄ σημδ. γαλλ. empiéter]
- κλαπάτσα η [klapátsa] & χλαπάτσα η [xlapátsa] Ο25α : (λαϊκότρ.) η διστομίαση των ζώων. ΦΡ παθαίνω ~, βρίσκομαι σε σωματική ή ψυχική κατάπτωση ή αισθάνομαι απροσδιόριστη αδιαθεσία. έπεσε ~, για κατάσταση ομαδικής κατάπτωσης ή αδιαθεσίας.
[βλάχ. gălbĕatsă με μετάθ. του υγρού [l] και αποβ. του ημιφ. για αποφυγή της χασμ.· τροπή [k > x] (;)]
- κλαπατσίμπαλα τα [klapatsímbala] Ο41 : (οικ.) 1. είδος κρουστών μουσικών οργάνων. || μειωτική ονομασία για διάφορα μουσικά όργανα. 2. γενική ονομασία για διάφορα εξαρτήματα ή εργαλεία.
[ειρ. αλλοίωση του μσν. κλαβιτσίμπαλον (στον πληθ.) ίσως ηχομιμ. παρετυμ. κλάπα κλάπα < ιταλ. clavicembalo `κλειδοκύμβαλο, όργανο΄]
- λάπαθο το [lápaθo] & λάπατο το [lápato] Ο41 : είδος ποώδους φυτού που τρώγεται.
[αρχ. λάπαθον, *λάπατον (προελληνική μεσογειακή λέξη)]
- ναυταπάτη η [naftapáti] Ο30 : δόλια βλάβη σε πλοίο ή σε φορτίο εμπορικού πλοίου, που προκαλείται από μέλος του πληρώματος.
[λόγ. ναυτ(ο)- + απάτη]
- ξαναπατώ [ksanapató] Ρ10.1α : 1.πατώ ξανά: Mην ξαναπατήσεις ξυπόλυτος. Ξαναπάτα φρένο. Δε θα ξαναπατήσω το λόγο μου, δε θα τον παραβώ ξανά. ΦΡ δεν την ~, δεν ξανακάνω το ίδιο λάθος. 2. συνήθ. με άρνηση, δεν πηγαίνω κάπου ξανά, επειδή είμαι πολύ δυσαρεστημένος, ενοχλημένος κτλ. ή επειδή δεν είμαι ευπρόσδεκτος: Δεν ξαναπάτησε στο σπίτι μας. Nα μην ξαναπατήσεις (το πόδι σου) εδώ. Θα σου κόψω τα πόδια, αν ξαναπατήσεις.
[ξανα- + πατώ]
- οφθαλμαπάτη η [ofθalmapáti] Ο30α : φαινόμενο κατά το οποίο η όραση δημιουργεί εσφαλμένη αντίληψη.
[λόγ. οφθαλμ(ο)- + απάτη μτφρδ. αγγλ. optical illusion]
- παπατζής ο [papadzís] Ο8 θηλ. παπατζού [papadzú] Ο37 στη σημ. 1 : 1. αυτός που παίζει το παράνομο παιχνίδι παπάςII3: H αστυνομία συνέλαβε δύο παπατζήδες. 2. (μτφ.) απατεώνας, αναξιόπιστος, ψεύτης: Έμπλεξε με κάτι παπατζήδες και του ΄φαγαν όλα τα λεφτά.
[παπ(άς)II3 -ατζής· παπατζ(ής) -ού]
- παπατζίδικος -η -ο [papadzíδikos] Ε5 : που ανήκει, που αναφέρεται ή ταιριάζει σε απατεώνα, σε αναξιόπιστο, σε ψεύτη: Aυτά είναι παπατζίδικα πράματα, μη δείχνεις εμπιστοσύνη.
παπατζίδικα ΕΠIΡΡ. [παπατζ(ής) -ίδικος]
- παπατρέχας ο [papatréxas] Ο2 (χωρίς πληθ.) : (προφ.) αυτός που διαβάζει ή γενικότερα που ενεργεί με μεγάλη βιασύνη και χωρίς προσοχή.
[παπά(ς) + τρέχ(ω) -ας]



