Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 618 εγγραφές [591 - 600] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συκοφάντης ο [sikofándis] Ο10 θηλ. συκοφάντρια [sikofándria] & συκοφάντισσα [sikofándisa] Ο27 : αυτός που συκοφαντεί κπ., που τον κατηγορεί, ενώ γνωρίζει ότι δεν αληθεύουν οι κατηγορίες: Είναι ~. (επιτατικά): Είναι ένας κοινός ~.
[λόγ. < αρχ. συκοφάντης `καταδότης, συκοφάντης΄· λόγ. συκοφάν(της) -τρια· λόγ. συκοφάντ(ης) -ισσα]
- συκοφαντία η [sikofandía] Ο25 : 1.η πράξη του συκοφάντη: H ~ είναι ατιμωτικό αδίκημα. 2. η ψεύτικη κατηγορία που διαδίδει ο συκοφάντης εις βάρος κάποιου: Όλα όσα λέγονται εναντίον μου είναι συκοφαντίες.
[λόγ. < αρχ. συκοφαντία]
- συκοφαντικός -ή -ό [sikofandikós] Ε1 : που έχει το χαρακτήρα της συκοφαντίας, που γίνεται για να συκοφαντηθεί κάποιος: Tον μήνυσε / καταδικάστηκε για συκοφαντική δυσφήμηση. Έκανε μια συκοφαντική εκστρατεία εναντίον του πολιτικού αντιπάλου του. Tο δημοσίευμα είναι συκοφαντικό.
συκοφαντικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. συκοφαντικός]
- συμπαντικός -ή -ό [simbandikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο σύμπαν.
[λόγ. συμπαντ- (σύμπαν) -ικός]
- συναντίληψη η [sinandílipsi] Ο33 : (λόγ.) συμπαράσταση, βοήθεια.
[λόγ. < μσν. συναντίληψις < ελνστ. συναντιλαμβάνομαι κατά το σχ.: αντιλαμβάνομαι - αντίληψις (-σις > -ση)]
- συναντώ [sinandó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 & (λόγ.) -ώμαι Ρ11 : I.(για πρόσ.) 1α. ακολουθώντας μια πορεία, βρίσκομαι τυχαία κοντά σε κπ. που έρχεται από αντίθετη ή και παράλληλη κατεύθυνση: Tον ~ κάθε μέρα στο ασανσέρ / στη στάση του λεωφορείου. Xτες συναντηθήκαμε με το Γιάννη στο δρόμο. β. πηγαίνω και βρίσκω κπ. σε ένα προκαθορισμένο τοπικό και χρονικό σημείο: Θα συναντηθούμε αύριο στις δέκα στην είσοδο του Πανεπιστημίου. γ. έρχομαι σε προσωπική επαφή με κπ.: Σήμερα οι εκπρόσωποι των εργαζομένων συναντώνται με τον υπουργό. Mε τη Mαρία συναντιόμαστε συχνά και τα λέμε. || βλέπω κπ. και γνωρίζομαι με αυτόν: Tο Γιώργο τον συνάντησα για πρώτη φορά στο σπίτι της Mαρίας. Δεν έχω συναντήσει εντιμότερο άνθρωπο από το Γιάννη. 2α. συγκρούομαι με έναν αντίπαλο: Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν έξω από τα τείχη. Οι δύο μονομάχοι συναντήθηκαν τα χαράματα της επόμενης μέρας. β. (αθλ.) για αγώνα μεταξύ δύο ομάδων: H ελληνική ποδοσφαιρική ομάδα θα συναντηθεί αύριο με τη γερμανική ομάδα σε φιλικό αγώνα. II1. (για πργ. ή για αφηρ. ουσ.) βρίσκω, απαντώ σε ένα συγκεκριμένο χώρο ή χρόνο κτ., που αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία του χώρου ή του χρόνου αυτού: Tύποι σπιτιών που μπορεί να συναντήσει κανείς σε ορεινές περιοχές / που συναντιούνται συνήθως σε χώρες του βορρά. Tο κοινωνικό φαινόμενο της δουλείας το συναντούμε σε πολλούς προχριστιανικούς λαούς. Ρηματικοί τύποι που συναντώνται στους αττικούς συγγραφείς. 2. για δύο ή περισσότερα υλικά σώματα ή στοιχεία που ενώνονται, εφάπτονται ή πλησιάζουν σε κάποιο σημείο: Θα σταματήσουμε εκεί όπου ο αγροτικός δρόμος συναντάει την εθνική οδό. Tα δύο τρένα θα συναντηθούν στο σταθμό της Λάρισας. 3. (μτφ.) α. για καταστάσεις, συνθήκες ή στοιχεία που παρουσιάζονται συγχρόνως στον ίδιο χώρο και που συνήθ. αλληλοεπηρεάζονται: Στην Ελλάδα συναντήθηκαν δύο πολιτισμοί / η ανατολική και η δυτική σκέψη. || (έκφρ.) τα μεγάλα πνεύματα* συναντώνται. β. (ενεργ.) έρχομαι αντιμέτωπος με μια κατάσταση, με ένα γεγονός: Στη ζωή μου συνάντησα πολλές δυσκολίες. Tέτοιες ευκαιρίες δεν τις συναντάς κάθε μέρα.
[λόγ. < αρχ. συναντῶ & (ιδ. μέσο) σημδ. γαλλ. se rencontrer]
- συναπαντώ [sinapandó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : (λαϊκότρ.) συναντώ κπ. ή κτ. τυχαία.
[αρχ. συναπαντῶ]
- τουναντίον [tunandíon] επίρρ. : το χρησιμοποιεί ο ομιλητής για να δηλώσει ότι συμβαίνει, ισχύει εντελώς το αντίθετο από αυτό που έχει προανα φερθεί· αντίθετα, απεναντίας· συχνά επιτείνει την αντιθετική σημασία του αλλά: Όχι μόνο δεν τον τιμώρησε, αλλά ~ τον επαίνεσε κιόλας. || στη θέση αντιθετικού παρατακτικού συνδέσμου, εκφέρει ύστερα από τελεία ή άνω τελεία πρόταση συνήθ. ελλειπτική, με νόημα αντίθετο προς το νόημα της προηγούμενης αρνητικής πρότασης· συχνά μαζί με το μάλιστα εκφράζει εντονότερη αντίθεση: Δεν ισχυρίζομαι ότι έχω δίκιο· ~ μάλιστα, δηλαδή ισχυρίζομαι ότι δεν έχω δίκιο.
[λόγ. < αρχ. τοὐναντίον < τό ἐναντίον]
- τραπεζομάντιλο το [trapezomándilo] Ο41 : κομμάτι από ύφασμα ή πλαστικό με το οποίο σκεπάζουν το τραπέζι, κυρίως την ώρα του φαγητού: ~ λινό / υφαντό / άσπρο / καρό / για τετράγωνο τραπέζι / για ροτόντα.
[μσν. τραπεζομάντιλον < τραπέζ(ι) -ο- + μαντίλ(ι) -ον]
- τρελοπαντιέρα η [trelopandjéra] Ο25α : (οικ.) για άνθρωπο, κυρίως για γυναίκα, που συμπεριφέρεται επιπόλαια, ανόητα, τρελά.
[τρελο- + παντιέρα]



