Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 127 εγγραφές [111 - 120] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στεφανιαίος -α -ο [stefaniéos] Ε4 : (ανατ.) 1. που έχει σχήμα στεφάνης: H στεφανιαία ραφή του κρανίου / φλέβα του στομάχου. Ο ~ κόλπος της καρδιάς. Οι δύο στεφανιαίες αρτηρίες και οι τρεις στεφανιαίες φλέβες της καρδιάς. || (ως ουσ.) η στεφανιαία, καθεμιά από τις δύο στεφανιαίες αρτηρίες της καρδιάς. (ιατρ.): Θρόμβωση / ανεπάρκεια της στεφανιαίας. 2. που έχει σχέση με τη στεφανιαία αρτηρία: Στεφανιαία αγγεία. Στεφανιαία κυκλοφορία. (ιατρ.) Στεφανιαία ανεπάρκεια.
[λόγ. < ελνστ. στεφανιαῖος `σαν στεφάνι΄ σημδ. γαλλ. coronaire]
- τηγανιά η [tiγaná] Ο24 : α. ποσότητα φαγητού, όση χωράει σε ένα τηγάνι: Θα κάνω μια ~ πατάτες. Έφαγε δύο τηγανιές κεφτέδες. β. (μαγειρ.) είδος φαγητού που παρασκευάζεται από χοιρινό κρέας, τηγανισμένο σε μικρά κομμάτια.
[τηγάν(ι) -ιά]
- τιτάνιος -α -ο [titánios] Ε6 : που ταιριάζει σε τιτάνα2, για να χαρακτηρίσουμε κτ. που φαίνεται ότι υπερβαίνει τις ανθρώπινες δυνατότητες, τα ανθρώπινα μέτρα· γιγάντιος, υπεράνθρωπος: ~ αγώνας. Tιτάνια πάλη. Ένα τιτάνιο έργο.
[λόγ. < ελνστ. Τιτάνιος `των Τιτάνων΄ & σημδ. γαλλ. titanesque (< λατ. Titan < αρχ. Τιτάν)]
- τοξικομανία η [toksikomanía] Ο25 : νοσηρή κατάσταση που προκαλείται από την παρατεταμένη χρήση τοξικών ουσιών και που χαρακτηρίζεται από τον εθισμό του οργανισμού στις παραπάνω ουσίες.
[λόγ. < γαλλ. toxicomanie < toxico- = τοξικό(ς) + -manie = -μανία]
- τουμπανιάζω [tumbanázo] Ρ2.1α μππ. τουμπανιασμένος : (οικ.) κάνω κπ. να πρηστεί: Tον τουμπάνιασε στο ξύλο, τον έδειρε τόσο πολύ, ώστε να πρηστεί. || πρήζομαι: Tουμπάνιασε από το κλάμα, έκλαψε πάρα πολύ. Φάγαμε τόσο πολύ που τουμπανιάσαμε. || (μππ., για νεκρό που βρίσκεται σε κατάσταση τυμπανισμού): Tο πτώμα βρέθηκε τουμπανιασμένο.
[τούμπαν(ο) -ιάζω (διαφ. το ελνστ. τυμπανίζω `παίζω τύμπανο΄)]
- τουμπάνιασμα το [tumbánazma] Ο49 : (οικ.) το αποτέλεσμα του τουμπανιάζω· μεγάλο πρήξιμο.
[τουμπανιασ- (τουμπανιάζω) -μα]
- τσιμεντοβιομηχανία η [tsimendoviomixanía] Ο25 : βιομηχανία παραγωγής τσιμέντου.
[λόγ. τσιμέντ(ο) -ο- + βιομηχανία]
- τυμπανιαίος -α -ο [timbaniéos] Ε4 : (λόγ.) που είναι πρησμένος, κυρίως για πτώμα που βρίσκεται στο στάδιο της αποσύνθεσης: Tυμπανιαίο πτώ μα. Πτώμα σε τυμπανιαία κατάσταση.
[λόγ. < ελνστ. τυμπανί(ας) `υδρωπικία με έντονο πρήξιμο της κοιλιάς΄ -αίος]
- υπερηφάνεια η [iperifánia] Ο27 & περηφάνια η [perifána] Ο25α : 1.αυξημένο συναίσθημα αξιοπρέπειας, η συναίσθηση που έχει κάποιος για την ηθική του αξία και η πρόθεσή του να τη διαφυλάξει: Mην πεις τίποτα που θα μπορούσε να πληγώσει την υπερηφάνειά του. Οι νίκες των βαλκανικών πολέμων τόνωσαν την εθνική ~. 2. συναίσθημα ικανοποίησης και χαράς για κτ. που απόκτησα, για κτ. που κατάφερα να κάνω. (έκφρ.) φουσκώνει* το στήθος μου από ~. || (μειωτ.) συναίσθημα ματαιοδοξίας και αλαζονείας.
[υπερ-: λόγ. επίδρ. στο περηφάνεια (πρβ. αρχ. ὑπερηφανία ίδ. σημ.)· περ-: περήφαν(ος) -εια (ορθογρ. απλοπ.)]
- υπερουράνιος -α -ο [iperuránios] Ε6 : (θεολ.) που βρίσκεται επάνω από τον ουρανό, ως προσωνυμία του Θεού.
[λόγ. < αρχ. ὑπερουράνιος]



