Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναίρεση η [anéresi] Ο33 : 1α.αντίκρουση μιας άποψης ως εσφαλμένης: Mε την ~ των ισχυρισμών του αποκαλύφθηκαν οι πραγματικές προθέσεις του. || άρνηση, μη αποδοχή προηγούμενης δήλωσης, λόγου κτλ.: ~ μιας υπόσχεσης, αθέτηση. β. ακύρωση: H ~ προηγούμενης απόφασης. 2. (νομ.) ένδικο μέσο με το οποίο ζητείται από τον Άρειο Πάγο να ακυρωθεί τελεσίδικη απόφαση κατώτερου δικαστηρίου: Έκανε αίτηση αναιρέσεως. H εσφαλμένη εφαρμογή ποινικής διάταξης είναι λόγος αναιρέσεως. 3. (μουσ.) σημάδι που επαναφέρει στη φυσική του θέση ένα φθόγγο ο οποίος έχει υποστεί αλλοίωση.
[λόγ. < αρχ. ἀναίρε(σις) -ση (στη σημ. 1α) (1β: ελνστ. σημ.· 2: σημδ. γαλλ. cassation)]
- αναιρέσιμος -η -ο [anerésimos] Ε5 : (νομ.) για κτ. που μπορεί να αναιρεθεί, για το οποίο υπάρχει δυνατότητα αναίρεσης.
[λόγ. αναίρεσ(ις)2 -ιμος (διαφ. το ελνστ. ἀναιρέσιμος `σχετικός με δολοφονία΄)]
- αναιρετικός -ή -ό [aneretikós] Ε1 : (νομ.) που έχει σχέση με την αναίρεση2.
[λόγ. αναίρε(σις)2 -τικός (διαφ. το αρχ. ἀναιρετικός `καταστροφικός΄)]
- αναιρώ [aneró] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. αναιρέθηκα, απαρέμφ. αναιρεθεί : 1α.αντικρούω κτ. αποδεικνύοντας ότι είναι λανθασμένο, ψευδές ή αβάσιμο: Aναιρέθηκαν οι ισχυρισμοί / τα λεγόμενά του. Mεμονωμένα περιστατικά δεν αναιρούν το γεγονός ότι υπάρχει εθνική σύμπνοια. || αρνούμαι κτ. που έχω πει, που έχω δηλώσει: Aναίρεσε όσα υποστήριξε στην πρώτη κατάθεσή του. Έδωσε την υπόσχεσή του και ύστερα την αναίρεσε, την αθέτησε. β. ακυρώνω: ~ προηγούμενη απόφαση που πήρα. || Δεν αναιρείται η πραγματικότητα, δεν μπορεί να παύσει να υπάρχει. 2. (νομ.) για την αναίρεση που ασκεί ο Άρειος Πάγος: Ο Άρειος Πάγος αναίρεσε απόφαση δευτεροβάθμιου δικαστηρίου.
[λόγ.: 1α: αρχ. ἀναιρῶ· 1β: κατά τη σημ. της λ. αναίρεσις1α· 2: σημδ. λατ. casso (σε υστλαν. σημ.)]
- αυτοαναιρούμαι [aftoanerúme] Ρ10.9β : αναιρώ, διαψεύδω τον ίδιο τον εαυτό μου: Aυτοαναιρούμενες απόψεις, που φάσκουν και αντιφάσκουν.
[λόγ. αυτο- + αναιρούμαι]



