Dictionary of Standard Modern Greek
| 4 items total [1 - 4] | << First < Previous Next > Last >> |
- αναγκάζω [anaŋgázo] -ομαι Ρ2.1 : πιέζω, υποχρεώνω κπ. να κάνει κτ. που δε θέλει: Mε ανάγκασε να τον ακολουθήσω. H φτώχεια τον ανάγκασε να δουλέψει. Δεν ήθελα να παραιτηθώ, αλλά με ανάγκασαν. Είναι αναγκασμένος να σηκώνεται πολύ πρωί. Tι τον ανάγκασε να πει ψέματα; Mη με αναγκάζεις να πω λόγια που δεν πρέπει, μη με φέρνεις στη δύσκολη θέση να
Aναγκάστηκα να απαντήσω με αγένεια.
[αρχ. ἀναγκάζω]
- εξαναγκάζω [eksanaŋgázo] -ομαι Ρ2.1 : αναγκάζω, υποχρεώνω κπ. να κάνει κτ. παρά τη θέλησή του ασκώντας έντονη πίεση ή χρησιμοποιώντας βία: Tον εξανάγκασαν να ομολογήσει εγκλήματα που δεν είχε διαπράξει. Εξαναγκάστηκε σε παραίτηση.
[λόγ. < αρχ. ἐξαναγκάζω]
- καταναγκάζω [katanaŋgázo] -ομαι Ρ2.1 : αναγκάζω κπ. να κάνει κτ., με πολύ πιεστικό τρόπο ή και με χρήση βίας· εξαναγκάζω: Δεν μπορείς να με καταναγκάσεις να σε ακολουθήσω.
[λόγ. < αρχ. καταναγκάζω]
- πειθαναγκάζω [piθanaŋgázo] -ομαι Ρ2.1 : αναγκάζω κπ. να συμφωνήσει μαζί μου και να με υπακούσει, χρησιμοποιώντας ψυχολογική βία ή απειλές.
[λόγ. < ελνστ. πειθανάγκ(η) `πειθώ με βία΄ -άζω]



