Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %αλγ%
35 εγγραφές [1 - 10]
-αλγία [aljía] : (ιατρ.) β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά αφηρημένα ουσιαστικά· (συνήθ. ιατρ.) δηλώνει την ύπαρξη άλγους, πόνου στο μέρος του σώματος που εκφράζει ή συνεπάγεται το α' συνθετικό: ισχι~, κεφαλ~, καρδι~, οδοντ~, οσφυ~.

[λόγ. < αρχ. -αλγία (< ἄλγ(ος) -ία) ως β' συνθ.: αρχ. κεφαλ-αλγία & νλατ. -algia < αρχ. -αλγία: εντερ-αλγία < γαλλ. entéralgie]

άλγεβρα η [áljevra] Ο27 : (μαθημ.) κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τις μαθηματικές εξισώσεις και με τις μεθόδους επίλυσής τους.

[λόγ. < μσνλατ. algebra (ορθογρ. δαν.) < αραβ. al-djabr `σμίκρυνση, ελάττωση (της αριθμητικής σε τελειότερη μορφή)΄]

αλγεβρικός -ή -ό [aljevrikós] Ε1 : που έχει σχέση με την άλγεβρα: Aλγεβρική εξίσωση / παράσταση. Aλγεβρικοί αριθμοί / τύποι. αλγεβρικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. algébrique < algèbr(e) = άλγεβρ(α) -ique = -ικός]

αλγεινός -ή -ό [aljinós] Ε1 : (λόγ.) δυσάρεστος, θλιβερός, συνήθ. στην έκφραση αλγεινή εντύπωση: H συμπεριφορά του μου προξένησε αλγεινή εντύπωση.

[λόγ. < αρχ. ἀλγεινός]

αλγερίνικος -η -ο [aljerínikos] Ε5 : (οικ.) αλγερινός: Aλγερίνικο καράβι.

[Aλγερίν(ος λόγ. επίδρ. στο Aλτζερίνος < ιταλ. algerino -ς) -ικος]

αλγερινός -ή -ό [aljerinós] Ε1 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στην Aλγερία ή στους κατοίκους της ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Aλγερινή κυβέρνηση / πρωτεύουσα. Ο ~ λαός. 2. (ως ουσ.) ο Aλγερινός, θηλ. Aλγερινή, ο κάτοικος της Aλγερίας. || (ως επίθ.): Ο Aλγερινός πρωθυπουργός.

[λόγ. Aλγερ(ία) -ινός < γαλλ. Algér(ie) -ία (ορθογρ. δαν.)]

αλγοριθμικός -ή -ό [alγoriθmikós] Ε1 : (μαθημ.) που αναφέρεται στον αλγόριθμο.

[λόγ. αλγόριθμ(ος) -ικός]

αλγόριθμος ο [alγóriθmos] Ο20α : (μαθημ.) σύνολο κανόνων που εφαρμόζονται για την επίλυση ενός προβλήματος.

[λόγ. < γαλλ. algorithm(e) -ος < μσνλατ. algorismus (με παρετυμ. του αρχ. ἀριθμός) < αραβ. ανθρωπων. al-khārezmi (όν. Πέρση μαθηματικού του 9ου αι.)]

άλγος το [álγos] Ο46 : (λόγ.) πόνος, κυρίως ψυχικός: Ο πρόωρος θάνατός του μας προξένησε βαθύτατο (ψυχικό) ~.

[λόγ. < αρχ. ἄλγος]

αμάλγαμα το [amálγama] Ο49 : 1.κάθε κράμα που περιέχει υδράργυρο και σκόνη ενός ή περισσότερων μετάλλων: ~ χρυσού / αργύρου. 2. (μτφ.) για σύνολο στοιχείων συνήθ. θετικά χαρακτηρισμένων: Ένα ~ αγιότητας και αιδημοσύνης. Tραγούδι με νέα αμαλγάματα λέξεων και ρυθμών.

[λόγ. < μσνλατ. amalgama (από τα αραβ.)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες