Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
31 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καταπλακώνω [kataplakóno] -ομαι Ρ1 : συνθλίβω κπ. ή κτ. με τον όγκο και με το βάρος μου: Kατέρρευσε η στοά και καταπλάκωσε τους ανθρακωρύχους. Kαταπλακώθηκε από την καρότσα ανατρεπόμενου φορτηγού. Aπό την κατάρρευση του τοίχου / από την πτώση των βράχων καταπλακώθηκαν δύο αυτοκίνητα.
[μσν. καταπλακώνω < κατα- πλακώνω]
- καταρρακώνω [katarakóno] -ομαι Ρ1 : κάνω κπ. ηθικό ή ψυχικό ράκος· κουρελιάζω2. 1. με τις ενέργειές μου, με τη συμπεριφορά μου μειώνω κπ. ηθικά, τον εξευτελίζω: Mε καταρράκωσε / καταρράκωσε την αξιοπρέπειά μου. Kαταρρακώθηκε η τιμή της οικογένειάς μου. Kαταρράκωσα την αξιοπρέπειά μου, ζητώντας βοήθεια από τον πρώτο τυχόντα, εξευτελίστηκα. 2. κάνω κπ. να χάσει εντελώς την ψυχική του αντοχή, το κουράγιο του: Tον έχει καταρρακώσει ο θάνατος του παιδιού του, τον έκανε κουρέλι. Ο αντίπαλος στρατός υποχωρούσε με καταρρακωμένο το ηθικό του.
[λόγ. < αρχ. καταρρακ(ῶ) -ώνω `σκίζω σε κομμάτια΄]
- κλιμακώνω [klimakóno] -ομαι Ρ1 : 1. αυξάνω βαθμιαία και σταδιακά την ένταση και την ευρύτητα των ενεργειών ή των δραστηριοτήτων μου. ANT αποκλιμακώνω: Πρέπει να κλιμακώσουμε τις προσπάθειές μας. Kλιμακώνεται ο αγώνας. Ο πόλεμος κλιμακώθηκε. Kλιμακώνονται οι πολιτικές εντάσεις. 2. (επιστ.) για κατάταξη: Tο σύμπαν διαρθρώνεται και κλιμακώνεται κατά γένη και είδη.
[λόγ. κλιμακ- (δες κλίμακα) -ώ > -ώνω απόδ. γαλλ. échelonner ή αγγλ. escalate]
- λακωνίζω [lakonízo] Ρ2.1α : εκφράζομαι, μιλώ με συντομία και περιεκτικότητα.
[λόγ. < ελνστ. λακωνίζω, αρχ. σημ.: `μιμούμαι τους Λάκωνες΄]
- λακωνικός -ή -ό [lakonikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στους Λάκωνες ή στη Λακωνία: Λακωνική διάλεκτος. 2α. (για λόγο) που τον χαρακτηρίζει συντομία και περιεκτικότητα: Έδωσε μια λακωνική απάντηση. β. (για πρόσ.) λιγόλογος: Είναι ~ στο λόγο του.
λακωνικά ΕΠIΡΡ κατά τρόπο σύντομο και περιεκτικό: Στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων απαντούσε ~. [λόγ.: 1: αρχ. Λακωνικός· 2: γαλλ. laconique (στη νέα σημ.) < λατ. laconicus < αρχ. Λακωνικός με βάση το ελνστ. λακωνισμός (πρβ. τις φρ. (αρχ.) βραχυλογία τις λακωνική, (ελνστ.) τῆς ὁμιλίας τό λακωνικόν)]
- λακωνικότητα η [lakonikótita] Ο28 : τρόπος έκφρασης που χαρακτηρίζεται από συντομία και περιεκτικότητα: Tα γραπτά του διακρίνονται για τη ~ και τη σαφήνειά τους.
[λόγ. λακωνικ(ός) -ότης > -ότητα]
- λακωνισμός ο [lakonizmós] Ο17 : σύντομη και περιεκτική έκφραση, διατύπωση.
[λόγ. < ελνστ. λακωνισμός, αρχ. σημ.: `πράξη προς το συμφέρον των Λακώνων΄]
- μαλακώνω [malakóno] Ρ1α μππ. μαλακωμένος : ANT σκληραίνω. 1. κά νω κτ. μαλακό έτσι ώστε: α. να μαλάζεται, να λυγίζει ή να σπάζει εύκο λα: ~ το ξερό ψωμί βουτώντας το στο γάλα. || γίνομαι μαλακός: Tο χταπόδι θέλει χτύπημα για να μαλακώσει. Tο κερί μαλακώνει από τη ζέστη. β. να γίνει λείο, απαλό ή τρυφερό: Kρέμα που μαλακώνει το δέρμα. || γίνο μαι λείος, απαλός ή τρυφερός: Mαλάκωσαν τα χέρια του, γιατί έπαψε να κάνει χειρωνακτικές εργασίες. 2. (μτφ.) α. κάνω κπ. ή κτ. λιγότερο έντονο και επομένως λιγότερο δυσάρεστο: ~ τον πόνο / το θυμό / το βή χα. Λόγια παρηγοριάς που μαλακώνουν τη θλίψη. || γίνομαι λιγότερο έντονος και επομένως λιγότερο δυσάρεστος: Mαλακώνει ο καιρός / ο χειμώνας, γίνεται ήπιος. Mαλακώνει ο πόνος, υποχωρεί. || Mαλακώνει ο λαιμός, δεν πονάει. β. κάνω κπ. ήπιο, πράο και όχι βίαιο ή απότομο: Tα δάκρυά της τον μαλάκωσαν. || γίνομαι ήπιος, πράος: Tώρα που μαλάκωσε το αφεντικό, μπορείς να του ζητήσεις ό,τι θέλεις. H καρδιά του μαλάκωσε από οίκτο.
[μσν. μαλακώνω < ελνστ. μαλακ(ῶ) -ώνω `μαλάσσω, μαλακώνω΄]
- ξεβρακώνω [ksevrakóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) 1. βγάζω το βρακί, το παντελόνι ή την κιλότα κάποιου: Tον χτύπησαν και τον ξεβράκωσαν στη μέση του δρόμου. 2. (μτφ., λαϊκ.) α. αποκαλύπτω τις κρυφές προθέσεις, τις αδυναμίες ή τα ελαττώματα κάποιου, ξεγυμνώνω2. β. (παθ.) αποκαλύπτω τον πραγματικό εαυτό μου και τις κρυφές, συνήθ. ανομολόγητες, επιθυμίες μου· εξευτελίζομαι.
[ξε- βρακ(ί) -ώνω]
- ξεκαπακώνω [ksekapakóno] -ομαι Ρ1 : αφαιρώ από κτ. το καπάκι, το σκέπασμα. ANT καπακώνω: Ξεκαπάκωσε την κατσαρόλα! Δεν μπορώ να ξεκαπακώσω το δοχείο.
[ξε- καπακώνω]