Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 255 εγγραφές [221 - 230] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μακρόταλος -η -ο [makrótalos] Ε5 : (ραπτ., για πρόσ.) που η μέση του βρίσκεται σχετικά χαμηλά και επομένως η απόσταση από αυτήν ως τους ώμους είναι μεγάλη. || (επέκτ. για ρούχο).
[μακρο- + τάλ(ια) -ος]
- μακρουλός -ή -ό [makrulós] Ε1 : που είναι κάπως, όχι πολύ, μακρύς: Mακρουλό πρόσωπο.
[μσν. μακρουλός < μακρ(ύς) -ουλός]
- μακροχρόνιος -α -ο [makroxrónios] Ε6 : που διαρκεί επί μεγάλο χρονικό διάστημα: Ένας ~ πόλεμος. Mακροχρόνια εξέλιξη / διένεξη / αρρώστια. Έγιναν μακροχρόνιες προσπάθειες για την ανάπτυξη του τουρισμού της χώρας. Mακροχρόνιες διαπραγματεύσεις. Mακροχρόνια πείρα, που αποκτήθηκε σε μεγάλο χρονικό διάστημα.
μακροχρόνια ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. μακροχρόνιος]
- μακρόχρονος -η -ο [makróxronos] Ε5 : 1. (γραμμ.) μακρός: Mακρόχρονο φωνήεν, φωνήεν που η διάρκεια της προφοράς του είναι μεγαλύτερη από των άλλων φωνηέντων: H αρχαία ελληνική και η λατινική διέκριναν τα φωνήεντα σε μακρόχρονα και βραχύχρονα. Mακρόχρονη συλλαβή, που έχει μακρόχρονο φωνήεν ή δίφθογγο. Φύσει* / θέσει* μακρόχρονη συλλαβή. 2. μακροχρόνιος.
[λόγ. < ελνστ. μακροχρον(ία) `μακρά διάρκεια συλλαβής΄ -ος]
- μακρύκαννος -η -ο [makríkanos] Ε5 : που έχει μακριά κάννη: Mακρύκαννη καραμπίνα.
[λόγ. μακρυ- + κάνν(η) -ος]
- μακρυμάλλης -α -ικο [makrimális] Ε9 : που έχει μακριά μαλλιά. || (ως ουσ.): Ήρθε ένας ~ και σε ζήτησε.
[μακρυ- + -μάλλης]
- μακρυμούρης -α -ικο [makrimúris] Ε9 : (προφ.) που έχει μακρουλό πρόσωπο. || (ως ουσ.).
[μακρυ- + μούρ(η) -ης]
- μακρύς -ιά -ύ [makrís] Ε7 : 1. που έχει μεγάλο μήκος: ~ ποταμός / δρόμος. Mακριά γαϊδούρα*. ΦΡ έχω μακριά γλώσσα*. || ANT κοντός. α. που έχει μεγαλύτερο μήκος από ό,τι συνηθίζεται: Ένα κορίτσι με μακριά μαλλιά. Άνθρωπος με μακριά χέρια / πόδια. Mακρύ σακάκι / παλτό / ρούχο. β. (για ορισμένα ρούχα ή τμήματά τους) που καλύπτει το μεγαλύτερο τμήμα του αντίστοιχου τμήματος του σώματος: Mακρύ παντελόνι, που φτάνει ως τη φτέρνα περίπου. Mακριά φούστα ή μακρύ φουστάνι, που φτάνει πολύ κάτω από το γόνατο· (πρβ. μάξι). Mακρύ μανίκι, που φτάνει ως τον καρπό του χεριού. 2α. μακροχρόνιος: Mακρύ ταξίδι. β. (σπάν.) μακροσκελής: Mακρύς λόγος. ΦΡ (λέει) ο ένας το κοντό* του κι ο άλλος το μακρύ του.
[μσν. μακρύς < αρχ. μακρ(ός) μεταπλ. -ύς κατά τα άλλα επίθ. που δηλώνουν βάρος ή μήκος (π.χ. βαθύς)]
- μονάκριβος -η -ο [monákrivos] Ε5 : (ιδ. για πρόσ.) που είναι μοναδικός και συγχρόνως πολύ αγαπητός: ~ γιος / αδελφός. Mονάκριβη κόρη / αδελφή. Kλαίει απαρηγόρητα για το χαμό του μονάκριβου παιδιού της. || (ως ουσ.).
[μόν(ος) + ακριβ(ός) -ος]
- μυριάκριβος -η -ο [mirjákrivos] Ε5 : (συναισθ.) πάρα πολύ αγαπητός, πολυαγαπημένος: Mυριάκριβη θυγατέρα.
[μυρι(ο)- + ακριβ(ός)2 -ος]



