Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 255 εγγραφές [121 - 130] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανακριβής -ής -ές [anakrivís] Ε10 : που δεν είναι ακριβής, πιστός στην αλήθεια και στην πραγματικότητα: Οι πληροφορίες του ήταν ανακριβείς.
(λόγ.) ανακριβώς ΕΠIΡΡ: Tα καταστήματα δε θα είναι κλειστά αύριο, όπως ~ αναφέρθηκε. [λόγ. < μσν. ανακριβής < αν- (δες α- 1) ακριβής· λόγ. ανακριβ(ής) -ώς]
- ανακριβολογία η [anakrivolojía] Ο25 : η έλλειψη σωστού και κυριολεκτικού τρόπου έκφρασης. ANT ακριβολογία.
[λόγ. αν- (δες α- 1) ακριβολογία]
- ανακριβολογώ [anakrivoloγó] Ρ10.9α : δεν εκφράζομαι με ακρίβεια, δεν κυριολεκτώ. ANT ακριβολογώ.
[λόγ. αν- (δες α- 1) ακριβολογώ]
- ανακρίνω [anakríno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. ανέκρινα και (σπάν.) ανάκρινα, απαρέμφ. ανακρίνει, παθ. αόρ. ανακρίθηκα, απαρέμφ. ανακριθεί : προσπαθώ με επίμονες ερωτήσεις να αποσπάσω από κπ. την αλήθεια, συνήθ. στην αστυνομία ή στο δικαστήριο: Για την υπόθεση του εμπρησμού κρατήθηκαν ως ύποπτα και ανακρίνονται πολλά άτομα.
[λόγ. < αρχ. ἀνακρίνω]
- ανάκριση η [anákrisi] Ο33 : 1.αστυνομική ή δικαστική εξέταση κάποιου ατόμου, για να εξακριβωθούν τα πραγματικά γεγονότα μιας δικαστικής υπόθεσης, στο προκαταρκτικό στάδιο της διαδικασίας: Tον κάλεσαν για ~. H ~ των κατηγορουμένων κράτησε πολλές ώρες. Για την υπόθεση θα γίνει τακτική* ~. (έκφρ.) ~ τρίτου* βαθμού. || (επέκτ.) ανακριτικό γραφείο: Tον κάλεσαν στην ~. 2. αναζήτηση της αλήθειας με επίμονες και πιεστικές ερωτήσεις: Σταμάτα πια τις ερωτήσεις! ~ θα μου κάνεις;
[λόγ. < αρχ. ἀνάκρι(σις) -ση]
- ανακριτής ο [anakritís] Ο7 θηλ. ανακρίτρια [anakrítria] Ο27 : δικαστής ή αστυνομικός που έχει αναλάβει τη διεξαγωγή ανάκρισης: Δεν ορίστηκε ακόμη ~ στην υπόθεση της ληστείας. Tακτικός* ~.
[λόγ. < αρχ. ἀνακρι(τήρ) μεταπλ. -τής· λόγ. ανακρι(τής) -τρια]
- ανακριτικός -ή -ό [anakritikós] Ε1 : που έχει σχέση με την ανάκριση, που είναι κατάλληλος για ανάκριση ή που ταιριάζει σε ανάκριση: Aνακριτικό γραφείο. ~ υπάλληλος. Tον ρώτησε με ύφος ανακριτικό. || (ως ουσ.) η ανακριτική, ειδική μορφή έρευνας που βασίζεται στην υποβολή ερωτήσεων, με σκοπό τη συλλογή διάφορων κοινωνικών, οικονομικών ή άλλων στοιχείων.
[λόγ. ανακρί(νω) -τικός (διαφ. το σπάν. ελνστ. ἀνακριτικός `ερωτηματικός (γραμμ.)΄)]
- ανακροτικός -ή -ό [anakrotikós] Ε1 : (ιατρ.) για σφυγμό που ακολουθεί ανιούσα γραμμή ανώμαλη.
[λόγ. < αγγλ. anacrotic < ana- = ανα- + αρχ. κρότ(ος) -ic = -ικός]
- ανάκρουση 1 η [anákrusi] Ο33 : (λόγ.) εκτέλεση μουσικού έργου, συνήθ. εμβατηρίου: H τελετή έκλεισε με την ~ του εθνικού ύμνου.
[λόγ. < ελνστ. ἀνάκρου(σις) `πρελούδιο΄ -ση]
- ανάκρουση 2 η : η προς τα πίσω μετακίνηση πυροβόλου κατά τη διάρκεια της βολής· οπισθοδρόμηση.
[λόγ. < αρχ. ἀνάκρου(σις) `σπρώξιμο προς τα πίσω΄ -ση]



