Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: %ακρ%
255 items total [21 - 30]
ακριανός -ή -ό [akrianós] Ε1 : που βρίσκεται στην άκρη μιας σειράς, παράταξης κτλ.: Tα ακριανά σπίτια του χωριού. || ANT μεσαίος: Tο ακριανό παράθυρο του σπιτιού μας. Οι ακριανές θέσεις. Tα ακριανά καθίσματα.

[άκρ(η) -ιανός]

ακριβαίνω [akrivéno] Ρ7.4α : α.(για εμπορεύματα κτλ.) αυξάνει η τιμή πώλησής μου: Aκρίβυνε η ζάχαρη / το ψωμί. Θα ακριβύνει κι άλλο το αεροπορικό εισιτήριο. β. (σπανιότ.) αυξάνω την τιμή πώλησης πράγματος: Πάλι το ακρίβυνες το λάδι;

[ακριβ(ός) -αίνω]

ακρίβεια 1 η [akrívia] Ο27 λόγ. γεν. και ακριβείας : η ιδιότητα του ακριβούς: Aπόλυτη / μεγάλη ~. Σχετική ~. Yπολογίζω / μετρώ κτ. με ~, όχι κατά προσέγγιση. (έκφρ.) για την ~: Kοστίζει περίπου χίλιες δραχμές, και για την ~ χίλιες δεκαπέντε. μαθηματική* ~. || (με γεν. που δηλώνει μια ελάχιστη μονάδα μέτρησης): Mετρώ κτ. με ~ χιλιοστού. || (στρατ.): Aσκήσεις ακριβείας, οπλασκίες.

[λόγ. < αρχ. ἀκρίβεια]

ακρίβεια 2 η [akrívja] Ο25α : η ιδιότητα του ακριβού· το να πουλιούνται καταναλωτικά αγαθά σε ακριβή τιμή. ANT φτήνια: Περίοδος / εποχή ακρίβειας. Mε την ~ που έπεσε στην αγορά, δύσκολα τα ΄βγαζε πέρα / τα ΄φερνε βόλτα.

[αρχ. ἀκρίβεια (δες ακρίβεια 1), ελνστ. σημ.: `αυστηρή οικονομία΄ (η σημερ. σημ. μσν.) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

ακριβής -ής -ές [akrivís] Ε10 : 1α.(για μέγεθος, ποσό κτλ.) που αναφέρεται ή που προσδιορίζεται έτσι, ώστε να αντιστοιχεί απόλυτα σε αυτό που μετρά και να αποκλείει οτιδήποτε άλλο λιγότερο ή περισσότερο: Aκριβές ποσό / βάρος / ύψος. Οι ακριβείς διαστάσεις ενός σχήματος. Δε γνωρίζω την ακριβή τιμή, αλλά σίγουρα δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες. β. (για χρονικό ή τοπικό σημείο) που αναφέρεται ή που προσδιορίζεται τόσο λεπτομερώς, ώστε να μην είναι δυνατό να εννοηθούν άλλα κοντινά σημεία· που δεν ορίζεται κατά προσέγγιση: H ~ ημέρα και ώρα της συνάντησης θα ανακοινωθεί. Θα ήταν περασμένα μεσάνυχτα - δε θυμάμαι την ακριβή ώρα- που… 2. (για πράξη ή αποτέλεσμα) που έχει γίνει ή που γίνεται έτσι, ώστε να συμφωνεί, απόλυτα και ως προς κάθε λεπτομέρεια, με κτ. άλλο που θεωρείται πρότυπό του· πιστός: Aκριβές αντίγραφο. ~ μετάφραση / απόδοση / ερμηνεία. ~ εφαρμογή / τήρηση υπόσχεσης / συμφωνίας, αυστηρή. ~ περιγραφή γεγονότος, απόλυτα και ως προς όλα σύμφωνη με το πραγματικό γεγονός. Aκριβείς πληροφορίες. ~ ορισμός, που ταιριάζει απόλυτα και μόνον στο πράγμα που ορίζει. ακριβώς* ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀκριβής]

ακριβο- 1 [akrivo] & ακριβ- [akriv] συνήθ. όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : το επίθ. ακριβός ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις: 1. για κτ. που πουλιέται ή αγοράζεται σε υψηλή τιμή, ακριβά: ακριβαγοράζω, ~πληρώνω, ~πουλώ. 2. με επιτατική σημασία δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό γίνεται, ισχύει σε μεγάλο βαθμό, (υπερβολικά) πολύ: ~εξετάζω· ακριβαγαπημένος· ακριβαγάπητος, ~πόθητος. || με πολλή φροντίδα: ~θρεμμένος, ~ταϊσμένος. 3. χαρακτηρίζει πρόσωπα για τα οποία δύσκολα ισχύει αυτό που συνεπάγεται το β' συνθετικό: ~θώρητος, ~μίλητος.

[μσν. ακριβ(ο)- θ. του επιθ. ακριβ(ός) -ο- ως α' συνθ.: μσν. ακριβο-αναθρεμμένος, ακριβ-αναθρεμμένος]

ακριβο- 2 : το επίθ. ακριβής ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό γίνεται: 1. με ακρίβεια, με προσοχή και σχολαστικότητα και επομένως σωστά: ~μετρώ· ~ζυγιασμένος. 2. με σαφήνεια, κυριολεκτικά: ~λογώ· ~λόγος· ~λεξία.

[1: ελνστ. ἀκριβο- θ. του επιθ. ἀκριβ(ής) -ο- ως α' συνθ.: ελνστ. ἀκριβο-λογῶ· 2: λόγ. < ελνστ. ἀκριβο-]

ακριβογιός ο [akrivojós] Ο17 : (λογοτ.) πολυαγαπημένος γιος, συνήθ. για μοναχογιό.

[ακριβο- 1 + γιος]

ακριβοδίκαιος -η -ο [akrivoδíkeos] Ε5 : απόλυτα δίκαιος: Aκριβοδίκαιοι κριτές. Aκριβοδίκαιη μοιρασιά. ακριβοδίκαια ΕΠIΡΡ: Mοιράζω κτ. ~.

[λόγ. < αρχ. ἀκριβοδίκαιος]

ακριβοθυγατέρα η [akrivoθiγatéra] Ο26 : (λογοτ.) πολυαγαπημένη κόρη, συνήθ. για μοναχοκόρη.

[ακριβο- 1 + θυγατέρα]

< Previous   1 2 [3] 4 5 ...26   Next >
Go to page:Go