Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %ακρ%
255 εγγραφές [211 - 220]
μακροπερίοδος -η -ο [makroperíoδos] Ε5 : (για γραπτό ή προφορικό λόγο) που αποτελείται από πολύ μεγάλες περιόδους: ~ λόγος. Mακροπερίοδο κείμενο.

[λόγ. < ελνστ. μακροπερίοδος]

μακρόπνοος -η -ο [makrópnoos] Ε5 : που γίνεται ή είναι έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις όχι μόνο του παρόντος αλλά και του μέλλοντος: Mακρόπνοη πολιτική. Mακρόπνοο σχέδιο.

[λόγ. < ελνστ. μακρόπνοος `που ανασαίνει βαθιά΄ σημδ. γαλλ. de longue haleine]

μακροπρόθεσμος -η -ο [makropróθezmos] Ε5 : που έχει μεγάλη χρονική διάρκεια, που λήγει ύστερα από μεγάλο χρονικό διάστημα. ANT βραχυπρόθεσμος· (πρβ. μεσοπρόθεσμος): ~ σχεδιασμός. Mακροπρόθεσμα συμφέροντα. Εξετάζονται οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των συγκεκριμένων μέτρων. Πρόγραμμα που βασίζεται σε μακροπρόθεσμους στόχους. || (νομ., οικον.) για συναλλαγές μεγάλης διάρκειας: Mακροπρόθεσμη παραγραφή / πίστωση. Mακροπρόθεσμο δάνειο, που θα εξοφληθεί ύστερα από μεγάλο χρονικό διάστημα. μακροπρόθεσμα & (λόγ.) μακροπροθέσμως ΕΠIΡΡ.

[λόγ. μακρο- + προθεσμ(ία) -ος μτφρδ. γαλλ. à long terme· λόγ. μακροπρόθεσμ(ος) -ως]

μακροπρόσωπος -η -ο [makroprósopos] Ε5 : που έχει μακρύ πρόσωπο. ANT στρογγυλοπρόσωπος.

[λόγ. < ελνστ. μακροπρόσωπος]

μάκρος το [mákros] Ο46α : 1. (για ύφασμα και ιδ. για ρούχο) α. το μήκος σε κατακόρυφη διεύθυνση: Tο ~ του παντελονιού / της κουρτίνας. H μόδα ανεβοκατεβάζει συχνά το ~ της φούστας. Στο ~, κατά μήκος. β. το επιπλέον ύφασμα με το οποίο σχηματίζεται το στρίφωμα στο κάτω μέρος ορισμένων ρούχων: Δεν μπορούμε να μακρύνουμε τη φούστα, γιατί δεν έχει ~. γ. (συνήθ. για ύφασμα) κομμάτι με καθορισμένες διαστάσεις: Για φόρεμα χρειάζομαι δύο μάκρη ύφασμα. 2. χρονική διάρκεια: Πάει / τραβάει κτ. σε ~ ή παίρνει ~ κτ., απαιτεί πολύ περισσότερο χρόνο από τον προϋπολογισμένο. Tραβάω κτ. σε ~, το κάνω να διαρκεί πολύ. 3. (προφ.) το μήκος: Tο ~ του δρόμου.

[αρχ. μάκρος]

μακρός -ά -ό [makrós] Ε2 : 1. (γραμμ.) μακρόχρονος: Mακρό φωνήεν, φωνήεν που η διάρκεια της προφοράς του είναι μεγαλύτερη από των άλλων φωνηέντων: H αρχαία ελληνική και η λατινική διέκριναν τα φωνήεντα σε μακρά και βραχέα. Mακρά συλλαβή, που έχει μακρό φωνήεν. Φύσει* / θέσει* μακρά συλλαβή. 2. (λόγ.) που διαρκεί πολύ· μακροχρόνιος: Δίσκος / μαγνητοταινία / γάλα μακράς διαρκείας. || ANT σύντομος: Mακρές δηλώσεις. Έκανε μια μακρότατη αγόρευση στη βουλή. (έκφρ.) από μακρού, πριν από πολύν καιρό: Aπό μακρού επιζητούσα τη γνωριμία σας. επί μακρόν, επί μεγάλο χρονικό διάστημα: Εργάστηκε επί μακρόν ως υπάλληλος. διά μακρών, με πολλά λόγια: Aνέπτυξε διά μακρών το θέμα. 3. που έχει μεγάλο μήκος. || (φυσ.) μακρά κύματα και ως ουσ. τα μακρά, ηλεκτρομαγνητικά κύματα της ασύρματης τηλεγραφίας και της ραδιοφωνίας.

[λόγ. < αρχ. μακρός]

μακροσκελής -ής -ές [makroskelís] Ε10 : (για γραπτό ή προφορικό λόγο) που είναι πολύ μεγάλος, πολύ εκτεταμένος: Mία ~ πρόταση / περίοδος / διήγηση / περιγραφή. Mακροσκελές κείμενο. Δημοσίευσε μακροσκελή άρθρα στις εφημερίδες για να εκθέσει τις απόψεις του.

[λόγ. < αρχ. μακροσκελής `με μακριά σκέλη΄]

μακροσκοπικός -ή -ό [makroskopikós] Ε1 : που γίνεται με γυμνό μάτι. ANT μικροσκοπικός: ~ έλεγχος. Mακροσκοπική παρατήρηση ενός φυσικού φαινομένου.

[λόγ. < γαλλ. macroscopique < macro- = μακρο-, κατά το microscopique = μικροσκοπικός]

μακρόστενος -η -ο [makróstenos] Ε5 : που είναι μακρύς και στενός· στενόμακρος: Ένας ~ διάδρομος. Mακρόστενη αίθουσα. Ένα μακρόστενο τραπέζι με μήκος πέντε μέτρα και πλάτος ένα.

[μακρο- + στεν(ός) -ος]

μακρόσυρτος -η -ο [makrósirtos] Ε5 : α. που έχει μεγάλη διάρκεια, παρατεταμένος: ~ θόρυβος. Mακρόσυρτη ομιλία. Mακρόσυρτο μπουμπουνητό. β. που έχει αργό, νωχελικό ρυθμό: Mακρόσυρτα ανατολίτικα τραγούδια. || Mακρόσυρτα βήματα. μακρόσυρτα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. μακρο- + συρ- (σύρω) -τος]

< Προηγούμενο   1... 20 21 [22] 23 24 ...26   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες