Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
808 εγγραφές [81 - 90] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άκοσμος -η -ο [ákozmos] Ε5 : που δεν είναι κόσμιος· απρεπής: Άκοσμη συμπεριφορά.
άκοσμα ΕΠIΡΡ: Φέρθηκε ~. [λόγ. < αρχ. ἄκοσμος]
- ακοστάρισμα το [akostárizma] Ο49 : (ναυτ.) πλεύρισμα.
[ακοσταρισ- (ακοστάρω) -μα]
- ακοστάρω [akostáro] Ρ6α : (ναυτ.) πλευρίζω1: H βάρκα ακοστάρισε στο μόλο.
[ιταλ. accostar(e) -ω]
- ακοστολόγητος -η -ο [akostolójitos] Ε5 : για κτ. που δεν το έχουν κοστολογήσει, που δεν του έχουν προσδιορίσει το κόστος: Aκοστολόγητα προϊόντα.
[λόγ. α- 1 κοστολογη- (κοστολογώ) -τος]
- ακοτσάριστος -η -ο [akotsáristos] Ε5 : που δεν τον έχουν κοτσάρει, που δεν τον έχουν προσαρμόσει κάπου.
[α- 1 κοτσαρισ- (κοτσάρω) -τος]
- ακοτυλήδονος -η -ο [akotilíδonos] Ε5 : (βοτ.) για φυτικό έμβρυο του οποίου οι κοτυληδόνες δε διακρίνονται καθαρά.
[λόγ. < γαλλ. acotylé done < a- = α- 1 + cotylédone = κοτυληδόν(α) -ος]
- ακουαμαρίνα η [akuamarína] Ο25 : ημιπολύτιμος λίθος με γαλάζιο ή γαλαζοπράσινο χρώμα.
[ιταλ. acquamarina]
- ακουαρέλα η [akuaréla] Ο25 : 1.χρώμα που έχει ως βάση την κόλλα· (πρβ. νερομπογιά): Zωγραφίζει με ακουαρέλες. 2. ΣYN υδατογραφία. α. τεχνική ζωγραφικής που χρησιμοποιεί χρώματα ακουαρέλας. β. πίνακας ζωγραφισμένος με την παραπάνω τεχνική.
[βεν. aquarela]
- ακουαρελίστας ο [akuarelístas] Ο3 θηλ. ακουαρελίστα [akuarelísta] Ο25 : ζωγράφος που ζωγραφίζει με χρώματα ακουαρέλας.
[ιταλ. acquarellista -ς· ακουαρελ(ίστας) -ίστα]
- ακουάριο το [akuário] Ο42 & ακουάριουμ το [akuárium] Ο (άκλ.) : ενυδρείο.
[λόγ. < ιταλ. acquario· κατά την ετυμ. του ιταλ. acquario < λατ. aquarium `δεξαμενή΄]