Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 808 εγγραφές [781 - 790] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φαρμακοθεραπεία η [farmakoθerapía] Ο25 : η θεραπεία που γίνεται με φαρμακευτικές ουσίες: Διέκοψα τη ~ και πήγα σ΄ ένα φυσιοθεραπευτή.
[λόγ. < γαλλ. pharmacothérapie < pharmaco- = φαρμακο- 1 + -thérapie = -θεραπεία]
- φαρμακολογία η [farmakolojía] Ο25 : κλάδος της φαρμακευτικής που μελετά τη χρήση των φαρμάκων και τη δράση τους στους ζωντανούς οργανισμούς. || το αντίστοιχο πανεπιστημιακό μάθημα και το βιβλίο.
[λόγ. < γαλλ. pharmacologie < pharmaco- = φαρμακο- 1 + -logie = -λογία]
- φαρμακολογικός -ή -ό [farmakolojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη φαρμακολογία: Φαρμακολογική μελέτη / έρευνα.
[λόγ. < γαλλ. pharmacologique < pharmacolog(ie) = φαρμακολογ(ία) -ique = -ικός]
- φαρμακομύτης ο [farmakomítis] Ο11 θηλ. φαρμακομύτα [farmakomíta] Ο25 : (προφ., οικ.) αυτός που είναι γεμάτος κακότητα, κακεντρέχεια· κακός, φθονερός: Σκάσε, βρε φαρμακομύτη! || (ως επίθ.): Tι φαρμακομύτα γυναίκα είναι αυτή!
[φαρμακο- 2 + μύτ(η) -ης· φαρμακομύτ(ης) -α]
- φαρμακοποιία η [farmakopiía] Ο25 : 1. η τέχνη της παρασκευής των φαρμάκων. 2. ο επίσημος, ο κρατικός κατάλογος για το σύνολο των φαρμάκων που κυκλοφορούν· φαρμακευτικός κώδικας.
[λόγ. < ελνστ. φαρμακοποιΐα]
- φαρμακοποιός ο [farmakopiós] Ο17 θηλ. φαρμακοποιός [farmakopiós] Ο34 : επιστήμονας που ασχολείται με την παρασκευή και τη διάθεση φαρμάκων (εκτέλεση ιατρικών συνταγών).
[λόγ. < αρχ. φαρμακοποιός `που φτιάχνει (επιβλαβή) φάρμακα΄ σημδ. γαλλ. pharmacien· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- φαρμακοτρίφτης ο [farmakotríftis] Ο10 : (προφ., παρωχ.) 1. πρακτικός, εμπειρικός φαρμακοποιός ή βοηθός φαρμακοποιού. 2. (μειωτ.) φαρμακοποιός.
[λόγ. < ελνστ. φαρμακοτρίπτης (αρχ. φαρμακοτρίβης) (στη σημ. 1) με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]
- φατνιακός -ή -ό [fatniakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στα φατνία: Φατνιακή απόφυση. Φατνιακό τόξο / πέταλο. || (γλωσσ.) Φατνιακά σύμφωνα και ως ουσ. τα φατνιακά, οι φθόγγοι που σχηματίζονται με την άκρη της γλώσσας να ακουμπάει στα φατνία των επάνω δοντιών· (πρβ. οδοντικός).
[λόγ. φατνί(ον) -ακός μτφρδ. γαλλ. alvéolaire]
- φράκο το [fráko] Ο39 : μαύρο επίσημο ανδρικό ένδυμα, που αποτελείται από παντελόνι και από σακάκι, το οποίο μπροστά φτάνει ως τη μέση και πίσω κατεβαίνει σχηματίζοντας ψαλιδωτή ουρά.
[λόγ. < γαλλ. frac -ο(ν)]
- φροντιστηριακός -ή -ό [frondistiriakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε φροντιστήριο: Φροντιστηριακά μαθήματα.
φροντιστηριακά ΕΠIΡΡ. [λόγ. φροντιστήρι(ον) -ακός]



