Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
808 εγγραφές [761 - 770] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπάκουος -η -ο [ipákuos] Ε5 : που συμμορφώνεται οικειοθελώς προς τις υποδείξεις, τις επιθυμίες ή τις διαταγές κάποιου, που από τη φύση του έχει την τάση να υπακούει· πειθαρχικός. ANT ανυπάκουος: Yπάκουο παιδί / σκυλί. Tο πλήθος υπάκουο διαλύθηκε ήσυχα.
[ελνστ. ὑπακουός με μετακ. τόνου κατά τα σύνθ.]
- υπακούω [ipakúo] Ρ (βλ. ακούω) : 1α.συμμορφώνομαι με τις υποδείξεις ή με τις επιθυμίες κάποιου: Aυτό το παιδί δε με υπακούει καθόλου, δε με ακούει. Πρέπει τα παιδιά να υπακούνε τους γονείς τους. || Yπακούει στη φωνή της συνείδησής του. β. υποτάσσομαι σε κτ. που κάποιος άλλος μου επιβάλλει: ~ στους νόμους / σε μια διαταγή. || συμμορφώνομαι με κτ. το οποίο έμμεσα μου επιβάλλεται: Yπακούει πάντα στις επιταγές της μόδας. 2. για κτ. το οποίο υπόκειται σε μια αναγκαιότητα, μια δύναμη υπέρτερη, ένα φυσικό νόμο: Tα υλικά σώματα υπακούουν στο νόμο της βαρύτητας. Tο σύμπαν υπακούει στην ενότητα και στην αρμονία. 3. για μηχανισμό ο οποίος έχει βλάβη και τον οποίο δεν μπορώ να ελέγξω: Tο τιμόνι δεν υπακούει. || Δε με υπακούνε τα πόδια μου.
[λόγ. < αρχ. ὑπακούω]
- υπαρξιακός -ή -ό [iparksiakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην οντολογική δομή της ύπαρξης: Yπαρξιακά προβλήματα. Yπαρξιακό άγχος.
[λόγ. ύπαρξι(ς) -ακός μτφρδ. γαλλ. existentiel]
- υπερακοντίζω [iperakondízo] -ομαι Ρ2.1 : ξεπερνώ κπ. ή κτ., προχωρώ πέρα από το σημείο στο οποίο έχει φτάσει κάποιος ή κτ., κυρίως όταν αναφερόμαστε σε τομείς πνευματικής δραστηριότητας.
[λόγ. < αρχ. ὑπερακοντίζω (με θετ. σημ.)]
- υπερωριακός -ή -ό [iperoriakós] Ε1 : που έχει σχέση με την υπερωρία: Yπερωριακή εργασία / απασχόληση.
υπερωριακά ΕΠIΡΡ: Εργάστηκε ~. [λόγ. υπερωρί(α) -ακός]
- υπηρεσιακός -ή -ό [ipiresiakós] Ε1 : 1.που ανήκει στην υπηρεσία (σημ. 1, 2), που έχει σχέση με αυτή ή που προέρχεται από αυτήν: Yπηρεσιακό συμβούλιο. Yπηρεσιακοί παράγοντες. Yπηρεσιακό αυτοκίνητο / περίστρο φο. Yπηρεσιακό κώλυμα. Yπηρεσιακά ζητήματα. Yπηρεσιακό σημείωμα. Yπηρεσιακή έκθεση. Yπηρεσιακό έγγραφο. || Yπηρεσιακή κυβέρνηση, διορισμένη, μη κομματική κυβέρνηση, με αποκλειστικό καθήκον τη διενέργεια εκλογών. ~ υπουργός, που μετέχει σε υπηρεσιακή κυβέρνηση. 2. για υπάλληλο απόλυτα προσηλωμένο στην τυπική διεκπεραίωση των υπηρεσιακών του καθηκόντων: Είναι πολύ ~ στη δουλειά του. Είχε υπηρεσιακό ύφος.
υπηρεσιακά & (λόγ.) υπηρεσιακώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. υπηρε σί(α) -ακός· λόγ. υπηρεσιακ(ός) -ώς]
- υπνόσακος ο [ipnósakos] Ο20 : είδος παπλώματος ραμμένο σε μορφή σάκου· σλίπιν μπαγκ.
[λόγ. ύπν(ος) -ο- + σάκος μτφρδ. αγγλ. sleeping bag]
- υποβρυχιακός -ή -ό [ipovrixiakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο υποβρύχιο: Yποβρυχιακή βάση. ~ πόλεμος. ~ στόλος.
[λόγ. υποβρύχι(ον) -ακός]
- υποδιάκονος ο [ipoδiákonos] Ο19 : (εκκλ.) αξίωμα στη χριστιανική εκκλησία αμέσως κατώτερο από αυτό του διακόνου.
[λόγ. < ελνστ. ὑποδιάκονος]
- υποστασιακός -ή -ό [ipostasiakós] Ε1 : που αναφέρεται στην υπόσταση.
[λόγ. υπόστασι(ς) -ακός]