Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
808 εγγραφές [701 - 710] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συγκυριακός -ή -ό [singiriakós] Ε1 : που έχει σχέση με τη συγκυρία: Ένας συνδυασμός ιστορικών και συγκυριακών στοιχείων οδήγησε στην έκρηξη της επανάστασης. H συνεργασία των δύο κομμάτων έχει συγκυριακό χαρακτήρα.
συγκυριακά ΕΠIΡΡ. [λόγ. συγκυρί(α) -ακός]
- συμποσιακός -ή -ό [simbosiakós] Ε1 : που αναφέρεται στο συμπόσιοI.
[λόγ. < ελνστ. συμποσιακός]
- συνακολουθία η [sinakoluθía] Ο25 : η ιδιότητα του συνακόλουθου.
[λόγ. < ελνστ. συνακολουθία `μίμηση΄, κατά τη σημ. του συνακόλουθος]
- συνακόλουθος -η -ο [sinakóluθos] Ε5 : για γεγονός ή για φαινόμενο που είναι λογικό επακόλουθο άλλου γεγονότος ή φαινομένου: Aντιμετωπίζει μια οικονομική καταστροφή και όλα τα συνακόλουθα προβλήματα. || (ως ουσ., γραμμ.) τα συνακόλουθα, η πτώση, το γένος, ο αριθμός και η κλίση των πτωτικών ή η διάθεση, η φωνή, η έγκλιση και ο χρόνος των ρημάτων· παρεπόμενα.
[λόγ. < αρχ. συνακόλουθος]
- συναρτησιακός -ή -ό [sinartisiakós] Ε1 : που αναφέρεται στη συνάρτηση: Συναρτησιακή ανάλυση. Συναρτησιακές εξισώσεις.
[λόγ. συνάρτησι(ς) -ακός]
- συνεδριακός -ή -ό [sineδriakós] Ε1 : που έχει σχέση με το συνέδριο: Συνεδριακό κέντρο, όπου γίνονται συνέδρια.
[λόγ. < ελνστ. συνεδριακός `(πολιτεία) που διοικείται από συνέδριο΄ σημδ. γαλλ. de congrès]
- συνειδησιακός -ή -ό [siniδisiakós] Ε1 : που έχει σχέση με τη συνείδηση. 1. H αντίληψη είναι μια σύνθετη συνειδησιακή πράξη. 2. Έχει συνειδησια κά προβλήματα, ενοχές. Συνειδησιακή κρίση, κρίση συνειδήσεως.
[λόγ. συνείδησι(ς) -ακός]
- συνεπακόλουθο το [sinepakóluθo] Ο41 : αποτέλεσμα που προκύπτει μαζί με κάποιο άλλο: ~ της ρύπανσης του περιβάλλοντος είναι και η καταστροφή της χλωρίδας.
[λόγ. < αρχ. συνεπακολουθ(ῶ) `ακολουθώ από κοντά΄ -ον κατά το σχ.: ακολουθώ - ακόλουθος]
- συνοικιακός -ή -ό [sinikiakós] Ε1 : 1.που βρίσκεται σε συνοικία2 ή που έχει σχέση με αυτή. ANT κεντρικός: ~ δρόμος / κινηματογράφος. Συνοικιακά καταστήματα. 2. που έχει σχέση με τη συνοικία1, κυρίως ως μονάδα της τοπικής αυτοδιοίκησης: Συνοικιακές επιτροπές. Συνοικιακά συμβούλια.
[λόγ. συνοικί(α) -ακός]
- συνομοσπονδιακός -ή -ό [sinomosponδiakós] Ε1 : που έχει σχέση με τη συνομοσπονδία: Συνομοσπονδιακές ενώσεις.
[λόγ. συνομοσπονδί(α) -ακός]