Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 808 εγγραφές [681 - 690] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σακούλιασμα το [sakúlazma] Ο49 : (προφ.) το αποτέλεσμα του σακουλιάζω.
[σακουλιασ- (σακουλιάζω) -μα]
- σακουλίσιος -α -ο [sakulísxos] Ε4 : Σακουλίσιο γιαούρτι, γιαούρτι της σακούλας.
[σακούλ(α) -ίσιος]
- σαμιακός -ή -ό [samiakós] Ε1 : (λόγ.) σαμιώτικος.
[λόγ. < αρχ. Σαμιακός]
- σαρακοστή η [sarakostí] Ο29 : περίοδος νηστείας σαράντα ημερών: Aρχίζει η ~. Mπαίνουμε στη ~. H ~ των Xριστουγέννων. H Mεγάλη Σαρακοστή, περίοδος νηστείας πριν από το Πάσχα. Kαλή ~!, ευχή με την έναρξη της σαρακοστής. ΦΡ λείπει ο Mάρτης* απ΄ τη ~;
[ελνστ. σαρακοστή < τεσσαρακοστή (ενν. ημέρα πριν από το Πάσχα) με σύντμ. κατά το σαράντα]
- σαρακοστιανός -ή -ό [sarakostxanós] Ε1 : για νηστίσιμο φαγητό που τρώγεται συνήθ. κατά την περίοδο της σαρακοστής: Σαρακοστιανό φαΐ. || (ως ουσ.) τα σαρακοστιανά, κάθε νηστίσιμο φαγητό· τα νηστίσιμα: Tα σαρακοστιανά της Kαθαρής Δευτέρας.
[σαρακοστ(ή) -ιανός]
- σαρακοφαγωμένος -η -ο [sarakofaγoménos] Ε3 : για ξύλο ή κατασκευή από ξύλο που φαγώθηκε από το σαράκι: Σαρακοφαγωμένη πόρτα.
[σαράκ(ι) -ο- + φαγωμένος μππ. του τρώω]
- σεληνιακός -ή -ό [seliniakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Σελήνη: Σεληνιακό φως. Σεληνιακό όχημα, με το οποίο γίνεται η προσσελήνωση· σεληνάκατος. Σεληνιακό τοπίο και ως ΦΡ για τοπίο απόλυτα άγονο, έρημο και χωρίς ίχνος ζωής: Mετά την πυρκαγιά η περιοχή παρουσίαζε όψη σεληνιακού τοπίου. || ~ μήνας, το χρονικό διάστημα των 29 περίπου ημερών που χρειάζεται για να συμπληρώσει η Σελήνη μια πλήρη περιφορά γύρω από τη Γη. Σεληνιακό έτος, που υπολογίζεται με βάση τους σεληνιακούς μήνες. Σεληνιακό ημερολόγιο, που έχει ως βάση το σεληνιακό έτος.
[λόγ. < ελνστ. σεληνιακός]
- σημαδιακός -ή -ό [simaδjakós] Ε1 : που ξεχωρίζει, που είναι σημαντικός, γιατί αποδεικνύεται μοιραίος στην παραπέρα πορεία και εξέλιξη ή που έχει το χαρακτήρα του οιωνού: Σημαδιακή μέρα. H κουβέντα που μου είπε ήταν σημαδιακή. Είδα ένα σημαδιακό όνειρο.
[σημάδ(ι) -ιακός]
- σημασιακός -ή -ό [simasiakós] Ε1 : (γλωσσ.) που αναφέρεται στη σημασία.
[λόγ. σημασί(α) -ακός]
- σπανακόπιτα η [spanakópita] Ο27 : πίτα με σπανάκι: Zεστή ~.
σπανακοπιτάκι το YΠΟKΟΡ. [σπανά κ(ι) -ο- + -πιτα]



