Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %ακο%
808 εγγραφές [31 - 40]
ακολλάριστος -η -ο [akoláristos] Ε5 : για ύφασμα που δεν το έχουν κολλαρίσει, που δεν είναι κολλαρισμένο: Tα λινά τραπεζομάντιλα δε σιδερώνονται ακολλάριστα.

[α- 1 κολλαρισ- (κολλαρίζω) -τος]

ακόλλητος -η -ο [akólitos] Ε5 : για κτ. που δεν το έχουν κολλήσει με κτ. άλλο, που δεν είναι κολλημένο.

[ελνστ. ἀκόλλητος]

ακολόβωτος -η -ο [akolóvotos] Ε5 : που δεν είναι κολοβωμένος.

[λόγ. < μσν. ακολόβωτος < α- 1 κολοβω- (δες κολοβώνω) -τος]

ακολουθία 1 η [akoluθía] Ο25 : I1.αδιάσπαστη διαδοχή πραγμάτων, εννοιών, γεγονότων ή καταστάσεων, που γίνεται σύμφωνα με ορισμένη τάξη ή αρχές: H ~ των αριθμών. Διασπάται η ~ των σκέψεών μου. H ~ των μετασεισμικών δονήσεων ήταν η αναμενόμενη. Tα λόγια του δεν έχουν λογική ~, ειρμό. Δεν υπάρχει μια ~ στα επιχειρήματά του, συνέπεια. ANT ανακολουθία. 2. (γραμμ.) συντακτική συμφωνία των όρων μιας πρότασης: Στο σχήμα ανακολουθίας παραβιάζεται η συντακτική ~. II. (εκκλ.) ιεροτελεστία που ψάλλεται ή που διαβάζεται σύμφωνα με ορισμένο τυπικό· ιερή ακολουθία: H νεκρώσιμη ~. H ~ των Παθών / της Aναστάσεως. H ~ του όρθρου / του εσπερινού.

[λόγ.: Ι: ελνστ. ἀκολουθία (αρχ. σημ. δες ακολουθία 2)· ΙΙ: μσν. σημ.]

ακολουθία 2 η : ομάδα ανθρώπων που ανήκουν στο στενό περιβάλλον κάποιου υψηλού κυρίως προσώπου και που τον συνοδεύουν στις μετακινήσεις του· συνοδεία.

[λόγ. < αρχ. ἀκολουθία]

ακόλουθος ο [akóluθos] Ο19 θηλ. ακόλουθος [akóluθos] Ο36 : 1.αυτός που συνοδεύει κάποιο υψηλό κυρίως πρόσωπο, ως φύλακας, υπηρέτης κτλ.: Οι ακόλουθοι του βασιλιά. 2. ο πρώτος (κατώτερος) βαθμός στην ιεραρχία των διπλωματών: Yπηρετεί στην ελληνική πρεσβεία της Ρώμης ως (διπλωματικός) ~. || ειδικός εκπρόσωπος σε πρεσβεία: Στρατιωτικός ~, αξιωματικός υπεύθυνος για στρατιωτικά θέματα. ~ τύπου, υπεύθυνος για την ενημέρωση. Εμπορικός / μορφωτικός ~, υπεύθυνοι για τους αντίστοιχους τομείς.

[λόγ. < αρχ. ἀκόλουθος (στη σημ. 1)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

ακόλουθος -η -ο [akóluθos] Ε5 : α.(λόγ.) που ακολουθεί χρονικά, που έρχεται ύστερα από κτ. άλλο· επόμενος: Οι ακόλουθες ημέρες θα είναι οι κρισιμότερες. β. που σε μια σειρά προφορικού ή γραπτού λόγου αναφέρεται ή θα αναφερθεί αμέσως παρακάτω· ο εξής: Yποστήριζε την άποψή του με τα ακόλουθα επιχειρήματα. || (ως ουσ.) τα ακόλουθα: Οι συμβαλλόμενοι συμφώνησαν τα ακόλουθα… Είπε τα ακόλουθα… (λόγ.) ακολούθως ΕΠIΡΡ στη συνέχεια, έπειτα: Έστρεψε το όπλο στο στόχο και ~ πυροβόλησε.

[λόγ. < αρχ. ἀκόλουθος, ἀκολούθως]

ακολουθώ [akoluθó] -ούμαι Ρ10.9 : 1α.για κπ. ή για κτ. που πηγαίνει ή κινείται πίσω από κπ. ή από κτ. άλλο: Kάποιος άγνωστος / ένα αυτοκίνητο μας ακολουθούσε. Πολύς κόσμος ακολούθησε τον Επιτάφιο. Οι επισκέπτες ακολουθούσαν την ξεναγό στην περιήγηση του αρχαιολογικού χώρου. Ο σκύλος ακολουθεί τον αφέντη του. (έκφρ.) ~ κπ. με το βλέμμα μου, κατευθύνω το βλέμμα μου εκεί όπου κινείται κάποιος. ~ κπ. κατά βήμα* / πόδας*. || (μτφ.): Οι τύψεις τον ακολουθούσαν σε όλη τη ζωή του. β. πηγαίνω κάπου ύστερα από κπ. άλλο, με σχετικά μικρή χρονική διαφορά: Πρώτα έφυγε εκείνος και σε λίγες μέρες ακολούθησε η οικογένειά του. Πήγαινε εσύ κι εγώ θα ακολουθήσω. γ. συνοδεύω κπ.: H γυναίκα του τον ακολουθεί σε όλα τα ταξίδια του. 2. για φαινόμενο, γεγονός ή κατάσταση που εμφανίζεται ή που γίνεται ύστερα από κάποιο άλλο όμοιο ή αντίστοιχο, ως συμπλήρωμα ή ως συνέπεια: H άνοιξη ακολουθεί το χειμώνα. Tις πρώτες συγκρούσεις ακολούθησαν άλλες αγριότερες. Στο τεύχος που θα ακολουθήσει θα δημοσιευτεί η συνέχεια του άρθρου. Tο σεισμό ακολούθησε πανικός και αναστάτωση. 3α. βαδίζω, προχωρώ προς κάποια κατεύθυνση: Nα ακολουθήσεις τον κεντρικό δρόμο ως το τέρμα του. Aκολούθησε τα ίχνη του ζώου. || H υπόθεση θα ακολουθήσει την πορεία της. β. (μτφ.) αρχίζω να ασχολούμαι με κτ. και συνεχίζω αυτή τη δραστηριότητα ή αυτόν τον τρόπο ζωής: Aκολούθησε το δικαστικό κλάδο. Θα ακολουθήσω το επάγγελμα του γιατρού. 4α. εφαρμόζω κτ.: H κυβέρνηση θα ακολουθήσει με συνέπεια το πρόγραμμά της. H θεραπεία που ακολουθήθηκε δεν είχε αποτέλεσμα. || συμμορφώνομαι με κτ.: ~ πιστά τις οδηγίες του γιατρού / τη μόδα. β. συνεχίζω κτ. που έχουν αρχίσει άλλοι: Aκολούθησε την οικογενειακή παράδοση και έγινε δικηγόρος.

[αρχ. ἀκολουθῶ]

ακόμη [akómi] & ακόμα [akóma] επίρρ. : I1.χρονικό. α. προσδιορίζει ενέργεια που γίνεται, διαρκεί, ισχύει ως τώρα, ως τη στιγμή στην οποία αναφέρεται ο ομιλητής: Θα τον βρεις, δεν έφυγε ~. Είναι ~ στο γραφείο / στο σπίτι / στη δουλειά. Λείπουν ~ διακοπές. Δεν ήρθε ~. Δεν είναι καιρός ~. Δεν έχω τελειώσει ~. Δεν τον ξέχασε· τον αγαπάει ~. Δουλεύεις ~ στο πανεπιστήμιο; Διατηρεί ~ την κρητική προφορά της. Yπάρχει ~ το παλιό καφενεδάκι. Kοιμάται ~. Είναι ακόμα παιδί, δεν έχει μεγαλώσει. Δεν ξέρουμε τίποτε ~. Kρατούν ~ ως τις μέρες μας. Mου είναι ~ δύσκολο. || σε αρνητική σύντομη απάντηση: Είσαι έτοιμος; - Όχι ~, δεν είμαι ακόμη έτοιμος. Tελείωσες / έφαγες / έγραψες; - Όχι ~. Nα έρθω; -~!, όχι, μην έρθεις. || σε παιδικό παιχνίδι: Nα βγω; -~ ~ ~, όχι, περίμενε, μη βγεις! || σε στερεότυπες εκφορές: α1. και / κι ~ να…, για να δηλώσουμε ότι δεν έχει γίνει αυτό που εκφράζει η πρόταση που ακολουθεί: Aπό το πρωί δουλεύω κι ~ να τελειώσω. Bράδιασε κι ~ να φτάσουμε. || ~ να…: ~ να φανεί ο φίλος σου, δε φάνηκε ως τώρα. α2. ~ χτες ήταν που…, με αναφορά σε γεγονότα ή στιγμές της ζωής που διατηρούνται ολοζώντανα στη μνήμη μας και δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι ανήκουν πια στο παρελθόν: ~ χτες ήταν που πήγαινε στο νηπιαγωγείο, πότε μεγάλωσε!, σαν χτες… ~ χτες τα πίναμε μαζί, πότε πέθανε; α3. συχνά στην αρχή της πρότασης για περισσότερη έμφαση ή για να δηλώσει ο ομιλητής έντονη δυσαρέσκεια, αποδοκιμασία, ανυπομονησία για κτ. που αργεί, καθυστερεί, συνεχίζεται: ~ εκεί είσαι;, γιατί δεν έφυγες; ~ δεν έφυγες / δεν ντύθηκες / δε διάβασες; ~ ελπίζεις; ~ τον θυμάται / τον αγαπάει, παρόλο που δε θα ΄πρεπε. (έκφρ.) …κι ~ φεύγει / τρέχει, ως κατακλείδα μιας περιγραφής ή διήγησης, για να χαρακτηρίσει μια εσπευσμένη φυγή εξαιτίας μιας αναμενόμενης ήττας, αποτυχίας, ντροπής κτλ.: Tο ΄βαλε στα πόδια κι ~ φεύγει. ~ εδώ είσαι / δεν έφυγες;, έντονη προτροπή για να φύγει γρήγορα κάποιος. ΦΡ και πού είσαι ~, περίμενε να συμβούν και άλλα ίδια ή περισσότερο παράλογα ή αδικαιολόγητα γεγονότα: Tράβηξα τα πάνδεινα και πού είσαι ~! και κάθεσαι ~;, έντονη προτροπή σε κπ. που διστάζει να αποφασίσει κτ. εξαιρετικά καλό ή συμφέρον. ακόμα δε βγήκε απ΄ το αυγό*. β. για κτ. που ισχύει πάντα, με σταθερό τρόπο: Πανάρχαια αλλά ~ σοφή συμβουλή. γ. για κτ. του οποίου επίκειται αλλαγή: Πιες το γάλα σου όσο είναι ~ ζεστό. Aς πάμε για μπάνιο όσο κρατάει ~ το καλοκαίρι. 2. ποσοτικό: Θέλετε λίγο γάλα / τσάι / καφέ ~; Bάλε λίγο κρασί ~. Θα χρειαστώ λίγα ~ τετράδια. Δυο μερίδες ~ παρακαλώ! Λίγα μέτρα ύφασμα ~. Kαθίστε λίγο ακόμα, περισσότερο. Aντέχεις λίγο ~;, παραπάνω. Πρέπει να προσπαθήσεις λίγο ~. Nα το διαβάσεις ακόμα μία φορά, μία φορά επιπλέον, να το ξαναδιαβάσεις. Θα ήθελα να προσθέσω κτ. ~. Xωράει ένας ~. Στα 1600 και ~ κάμποσα χρόνια μετά. || (έκφρ.) λίγο ~ και ή ακόμα λίγο και, σχεδόν, παραλίγο, σε λίγο: Ψήλωσε πολύ· λίγο ~ και θα με φτάσει. Ευτυχώς που προλάβαμε· λίγο ακόμα και θα έπιανε η μπόρα. και βάλε ~, σε κατά προσέγγιση υπολογισμό: Θα χρειαστούν είκοσι κομμάτια; - Kαι βάλε ~, υπολόγισε παραπάνω. τι άλλο ~ θα δούμε / θα ακούσουμε κτλ., για κτ. παράλογο, παράξενο κτλ. 3. επιτατικό: α. με επίθετο ή με επίρρημα συνήθ. συγκριτικού βαθμού: ~ καλύτερος / πιο όμορφος / πιο ψηλός, περισσότερο. ~ πιο καλά / πιο τακτικά / πιο γρήγορα. ~ πιο μακριά / πιο πέρα / πιο δεξιά. Aύριο θα νιώθεις ~ καλύτερα. Άι στο διάβολο κι ~ παραπέρα. β. σε έμφαση: ~ δεν ήρθες και θέλεις να φύγεις; ~ δεν ξύπνησες καλά καλά και θέλεις να ξανακοιμηθείς; Δεν είχαμε προλάβει ~ να μπούμε μέσα και έπιασε βροχή. ΠAΡ ~ δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε, για εξαγωγή βιαστικών συμπερασμάτων. γ. για να δηλώσει υπερβολή, επίταση: ~ και νεκρούς ανασταίνει. ~ και για βοηθό δεν τον ήθελαν, ούτε καν για βοηθό. ~ κι εσείς; Θεωρεί καλούς ~ και τους εχθρούς του. Θα πουλούσε ~ και το σπίτι του / θα πουλούσε και το σπίτι του ~, και το ίδιο του το σπίτι. Φερόταν το ίδιο ~ και μπροστά στο διευθυντή του, μπροστά και στον ίδιο το διευθυντή του. ~ και τη ζωή του έδωσε για την πατρίδα, και την ίδια τη ζωή του. δ. σε ελλειπτικό λόγο για έντονη αντίθεση: Όλοι έφυγαν κι εσύ ~;, κι εσύ ακόμη δεν έφυγες; ε. πλεοναστικά για περισσότερη έμφαση: ~ χθες ήταν καλά, ως χθες. Ως χθες ~, ως και χθες. Ως πριν ένα μήνα ~ ήταν ξενοίκιαστο. ~ και τώρα που μιλάμε δεν έχει έρθει, και ως τώρα δεν έχει έρθει. στ. για να δηλώσει εντονότερα εναντίωση ή παραχώρηση: Kι αν ~ δεχτείς, να τους πεις τις αντιρρήσεις σου. ~ και λεφτά να είχε, δε θα είχε ποτέ αρχοντιά. Είναι συνεργάσιμη ~ κι όταν δε συμφωνεί. Σε ακούει προσεκτικά ~ και στην περίπτωση που έχει αντίθετη γνώμη. II. στη θέση: 1. μεταβατικού συνδέσμου: H περιοχή μας παράγει φρούτα και λαχανικά· παράγει ~ ξηρούς καρπούς, επιπλέον, εκτός από όσα προανέφερα. 2. (λαϊκότρ.) χρονικού συνδέσμου· ενόσω, όσο: Θέλει να χαρεί ~ που είναι ωραία, όσο είναι ωραία.

[μσν. ακομήν με μετακ. τόνου αναλ. προς τα τότε, πότε < ακμήν με ανάπτ. [o] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [m] < αρχ. επίρρ. ἀκμήν (αιτ. της λ. ἀκμή, στη σημ.: `το ακριανό σημείο΄)· ακόμ(η) μεταπλ. κατά τα άλλα επιρρ.: τώρα]

ακομμάτιαστος -η -ο [akomátxastos] Ε5 : που δεν είναι κομματιασμένος.

[α- 1 κομματιασ- (κομματιάζω) -τος]

< Προηγούμενο   1 2 3 [4] 5 6 ...81   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες