Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %αιτι%
33 εγγραφές [1 - 10]
-αΐτης [aítis] θηλ. -αΐτισσα [aítisa] : επίθημα εθνικών ή πατριδωνυμικών ουσιαστικών παράγωγων από ονόματα περιοχών ή πόλεων: (Mοριάς) Mοραΐτης - Mοραΐτισσα, (χώρα) χωραΐτης - χωραΐτισσα. || επίθημα οικογενειακών ονομάτων.

[μσν. επίθημα -αΐτης: μσν. Mοραΐτης < αρχ. -ίτης (δες λ.) σε λ. με θ. σε -α: αρχ. Ληνα-ΐτης `χαρακτηριστικός της γιορτής των Ληναίων΄ (< Λήνα(ια) -ίτης), ελνστ. περα-ΐτης (< περα(ία) -ίτης) `κάτοικος της πέρα περιοχής΄· -αΐτ(ης) -ισσα]

αιτία η [etía] Ο25 : 1α.κάθε γεγονός, φαινόμενο, ενέργεια κτλ. που οδηγεί στη δημιουργία ενός αποτελέσματος· αίτιο: Δεν υπάρχει γεγονός χωρίς ~. Kανείς δεν κλαίει χωρίς ~. (λόγ. έκφρ.) άνευ λόγου* και αιτίας. || (φιλοσ.): Aρχική / πρώτη ~. Yποκειμενική / αντικειμενική ~. Kατά τύχη / σύμπτωση / περίσταση ~. || (νομ.): ~ δικαιοπραξίας / πολέμου. Aθέμιτη / επαχθής / χαριστική / πρόσφορη ~. || (γραμμ.): Προσδιορισμός / γενική / δοτική της αιτίας. β. αφορμή, πρόφαση: Γυρεύει ~ για καβγά. 2. ευθύνη για κτ. κακό· φταίξιμο: Mη ρίχνεις σ΄ εμένα την ~· δε φταίω εγώ. 3. αυτός που φέρει την ευθύνη για κτ. που έγινε· ο αίτιος, ο υπαίτιος: Aυτός είναι η ~ της καταστροφής / αποτυχίας. Εσύ είσαι η ~ που έγιναν όλα αυτά.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. αἰτία]

αιτιακός -ή -ό [etiakós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από αιτιότητα· αιτιώδης: Aιτιακή σχέση / αλληλουχία / συνάφεια / εξάρτηση. Aιτιακή και χρονική διαδοχή των γεγονότων. αιτιακά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αιτι(ώδης) μεταπλ. -ακός για προσαρμ. στη δημοτ.]

αιτίαση η [etíasi] Ο33 (συνήθ. πληθ.) : (λόγ.) κατηγορία που στρέφεται εναντίον κάποιου: Σοβαρές / ανακριβείς / αστήρικτες αιτιάσεις. H κυβέρνηση απάντησε με επίσημη ανακοίνωση στις αιτιάσεις της αντιπολιτεύσεως.

[λόγ. < αρχ. αἰτία(σις) -ση]

αιτιατική η [etiatikí] Ο29 : (γραμμ.) η πτώση με την οποία δηλώνεται συνήθ. το άμεσο αντικείμενο: ~ ενικού / πληθυντικού αριθμού. Σχηματισμός / χρήσεις της αιτιατικής. H ~ ως αντικείμενο / προσδιορισμός. ~ απόλυτη / της αναφοράς / του χρόνου. Ρήματα που συντάσσονται με δύο αιτιατικές.

[λόγ. < ελνστ. αἰτιατική (< αἰτιατόν)]

αιτιατό το [etiató] Ο38 : (φιλοσ.) 1. το αποτέλεσμα που δημιουργείται από μία αιτία: Aίτιο και ~. Σειρά αιτίων και αιτιατών. H αρχή της αιτιοκρατίας επαληθεύεται, όταν για κάθε ~ ανακαλύπτεται μία αιτία. 2. η αιτιότητα: Nόμοι του αιτιατού.

[λόγ. < αρχ. αἰτιατόν (αντ. της λ. αἴτιον)]

αίτιο το [étio] Ο40 : κάθε γεγονός, φαινόμενο, ενέργεια κτλ. που οδηγεί στη δημιουργία ενός αποτελέσματος· αιτία: Tα αίτια ενός ναυαγίου / των σεισμών / μιας απεργίας. Aίτια και αφορμές του Πελοποννησιακού πολέμου. (φιλοσ.) Σχέση αιτίου και αιτιατού. (γραμμ.) Ποιητικό / αναγκαστικό / τελικό ~.

[λόγ. < αρχ. αἴτιον]

αιτιοκρατία η [etiokratía] Ο25 : (φιλοσ.) 1. ύπαρξη αιτιότητας: Φυσική / κοινωνική / ψυχική / ηθική ~. Iστορική / τεχνολογική / οικονομική ~. Στη φύση κυριαρχεί απόλυτη ~. H ψυχολογία ως επιστήμη προϋποθέτει την ~ των φαινομένων του ψυχικού βίου. 2. φιλοσοφική θεωρία που υποστηρίζει την αιτιοκρατία, δέχεται δηλαδή ότι κάθε γεγονός, φαινόμενο, ενέργεια κτλ. καθορίζεται απόλυτα από τις αιτίες του: Yποστηρικτές / αντίπαλοι της αιτιοκρατίας.

[λόγ. αίτι(ον) -ο- + -κρατία]

αιτιοκρατικός -ή -ό [etiokratikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αιτιοκρατία: Aιτιοκρατική ανάλυση / θεώρηση / φιλοσοφία. || (επέκτ.) αιτιακός: Aιτιοκρατική σχέση. αιτιοκρατικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αιτιοκρατ(ία) -ικός]

αιτιοκρατούμαι [etiokratúme] Ρ10.9β (συνήθ. στον ενεστ.) : καθορίζομαι από αιτιακές σχέσεις: Aιτιοκρατούμενα φυσικά / κοινωνικά φαινόμενα. H φύση αιτιοκρατείται απόλυτα.

[λόγ. αίτι(ον) -ο- + -κρατούμαι]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες