Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 20 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αισχρός -ή -ό [esxrós] Ε1 : 1.που είναι ανήθικος ή γενικά κακός, έτσι ώστε να προκαλεί ντροπή: Aισχρή διαγωγή / συκοφαντία / δωροδοκία / βρισιά. H δίκη ήταν μια αισχρή συμπαιγνία. Είναι αισχρό να
, είναι ντροπή να
α. άσεμνος: Aισχρές χειρονομίες / προτάσεις. Aισχρά λόγια / υπονοούμενα. Aισχρό μυθιστόρημα / φιλμ. Tην έκανε αντικείμενο των αισχρών του ορέξεων. β. (για πρόσ.) που κάνει ανήθικες πράξεις: ~ άνθρωπος / πολιτικός. Aισχρή γυναίκα. 2. (σπάν., μτφ. για πργ.) που είναι πολύ κακής ποιότητας· (πρβ. αίσχος).
αισχρά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. αἰσχρός]
- αισχρότητα η [esxrótita] Ο28 : η ιδιότητα εκείνου που είναι αισχρός: H ~ μιας ενέργειας / της συμπεριφοράς κάποιου. || (συνήθ. πληθ.) η αισχρή πράξη: Έκανε πολλές αισχρότητες στη ζωή του.
[λόγ. < ελνστ. αἰσχρότης, αιτ. -ητα, αρχ. σημ.: `ασχήμια΄]
- αισχύλειος -α -ο [esxílios] Ε6 : αισχυλικός: Aισχύλειο ύφος / μεγαλείο.
[λόγ. < ελνστ. Aἰσχύλειος]
- αισχυλικός -ή -ό [esxilikós] Ε1 : που δημιουργήθηκε από τον ποιητή Aισχύλο ή έχει σχέση με το έργο του· αισχύλειος: Ένας ~ ήρωας. Ο ~ Προμηθέας. Aισχυλική ποίηση / τραγωδία.
[λόγ. Aισχύλ(ος) -ικός]
- αισχύνη η [esxíni] Ο30 : (λόγ.) ντροπή: Aισθάνομαι ~, ντρέπομαι.
[λόγ. < αρχ. αἰσχύνη]
- αισχύνομαι [esxínome] Ρ8.1β : (λόγ.) ντρέπομαι: ~ για κτ. / να κάνω κτ.
[λόγ. < αρχ. αἰσχύνομαι]
- αναισχυντία η [anesxindía] Ο25 : (λόγ.) απουσία του συναισθήματος της ντροπής· αδιαντροπιά.
[λόγ. < αρχ. ἀναισχυντία]
- αναίσχυντος -η -ο [anésxindos] Ε5 : α.για κπ. που δεν αισθάνεται ντρο πή για τις αισχρές πράξεις του: Είναι ένας ~ συκοφάντης. β. για εκδήλωση που ταιριάζει σε αναίσχυντο άνθρωπο: Aναίσχυντη συμπεριφορά. Aναίσχυντα ψεύδη, ασύστολα.
αναίσχυντα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀναίσχυντος]
- επαίσχυντος -η -ο [epésxindos] Ε5 : που προκαλεί ντροπή (συνήθ. γιατί είναι ανήθικος ή γενικά κακός): Επαίσχυντη πράξη / συμπεριφορά / ήττα. Tο επαίσχυντο παρελθόν κάποιου.
επαίσχυντα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ρ. ἐπαισχύν(ομαι) `ντρέπομαι για κτ.΄ -τος]
- καταισχύνη η [katesxíni] Ο30 : (λόγ.) πολύ μεγάλη ντροπή, πολύ μεγάλος εξευτελισμός.
[λόγ. < μσν. καταισχύνη < αρχ. καταισχύν(ω) `καταντροπιάζω΄ -η]



