Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 91 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αισθητηριακός -ή -ό [esθitiriakós] Ε1 : που γίνεται ή γενικά σχετίζεται με τα αισθητήρια όργανα: Aισθητηριακή εντύπωση / διέγερση / αντίληψη / εμπειρία. Aισθητηριακά ερεθίσματα / δεδομένα.
[λόγ. αισθητήρι(ον) -ακός]
- αισθητήριος -α -ο [esθitírios] Ε6 : 1.που έχει σχέση με τις αισθήσεις: Aισθητήρια νεύρα / όργανα, που δέχονται τα ερεθίσματα από τα οποία δημιουργούνται τα αισθήματα. 2. (ως ουσ.) το αισθητήριο: α. το καθένα από τα αισθητήρια όργανα ιδίως του ανθρώπου: Tο ~ της όρασης / γεύσης / ακοής / όσφρησης / αφής. β. αντιληπτική ικανότητα που βασίζεται κυρίως στο λογικό: Tο λαϊκό ~ δεν εξαπατήθηκε από την προπαγάνδα του κατακτητή. Άνθρωπος με πολιτικό ~.
[λόγ.: 2: αρχ. αἰσθητήριον· 1: αισθητήρι(ον) -ος]
- αισθητής ο [esθitís] Ο7 : (σπάν.) οπαδός του αισθητισμού.
[λόγ. < αρχ. αἰσθητής `που αντιλαμβάνεται΄ σημδ. γαλλ. esthète < esthétique = αισθητική]
- αισθητική η [esθitikí] Ο29 : 1.επιστήμη που ασχολείται με το ωραίο ιδίως στην καλλιτεχνική δημιουργία: Θεωρητική / πρακτική ~. Θέματα / προβλήματα αισθητικής. α. σύστημα αντιλήψεων για το ωραίο: H ~ του Πλάτωνα / Aριστοτέλη / Xέγκελ / Kαντ. β. καλλιτεχνικός τρόπος έκφρασης του ωραίου: H ~ του Ομήρου / Φειδία / Mπετόβεν. H ~ της ελληνικής αρχαιότητας. 2α. η ομορφιά ως αποτέλεσμα εφαρμογής των κανόνων της αισθητικής: H ~ ενός χώρου / του περιβάλλοντος. Ο αρχιτέκτονας συνδυάζει την ωφελιμότητα ενός κτιρίου με την ~ του. β. η ομορφιά του ανθρώπινου σώματος ως αποτέλεσμα ειδικών ενεργειών: ~ του προσώπου / των μαλλιών / του στήθους. Iνστιτούτο αισθητικής.
[λόγ. < γερμ. Aesthetik & μέσω του γαλλ. esthétique < αρχ. αἰσθητικός]
- αισθητικός ο [esθitikós] Ο17 θηλ. αισθητικός [esθitikós] Ο34 ιδίως στη σημ. 2 : 1.επιστήμονας που ασχολείται με την αισθητική: Ένας ~ της τέχνης / λογοτεχνίας. Οι σύγχρονοι αισθητικοί διαβλέπουν συγγένειες ανάμεσα στη φιλοσοφία του Πλάτωνα και στην αφηρημένη τέχνη. 2. ειδικός που ασχολείται με την περιποίηση της ομορφιάς του ανθρώπινου σώματος: Πήγε στην αισθητικό για καθάρισμα προσώπου / μασάζ.
[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. αισθητικός σημδ. γαλλ. esthéticien· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- αισθητικός -ή -ό [esθitikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με την αισθητική: α. την επιστήμη του ωραίου: Aισθητικοί κανόνες. Aισθητική αγωγή / ποιότητα / αξία / συγκίνηση / έρευνα. Aισθητικές παρατηρήσεις / θεωρίες. Aισθητικό κριτήριο / γούστο. || (ως ουσ.) το αισθητικό, η ομορφιά: Tο αληθινά αισθητικό, το ουσιαστικά ωραίο. β. (σπάν.) την ομορφιά ιδίως του ανθρώπινου σώματος: Aισθητική χειρουργική. 2. που έχει σχέση με τις αισθήσεις. α. (φυσιολ.) αισθητήριος: Aισθητικές ίνες. Οι αισθητικές θηλές της γλώσσας / ρίζες του νωτιαίου μυελού. Aισθητικό νεύρο / κέντρο. Aισθητικά κύτταρα. β. (σπάν.) που αισθάνεται: Aισθητικά όντα. γ. που προέρχεται από τις αισθήσεις: Aισθητική παράσταση. Οι γνώσεις του ανθρώπου είναι νοητικές ή αισθητικές.
αισθητικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Ωραίο είναι το ~ αξιόλογο. [λόγ. < αρχ. αἰσθητικός `που νιώθει, που έχει αντιληπτική ικανότητα΄, σημδ.: 1: γαλλ. esthétique· 2: γαλλ. sensitif]
- αισθητικότητα η [esθitikótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα του αισθητικού, εκείνου δηλαδή που σχετίζεται με: 1. την αισθητική και ιδίως με το ωραίο: H ~ του λόγου / ενός έργου τέχνης. 2. (φυσιολ.) τις αισθήσεις: Γενική / συμπληρωματική / διαφορική ~. Διχασμός / διαταραχές της αισθητικότητας. H ~ των άκρων.
[λόγ.: 1: αισθητικ(ή) -ότης > -ότητα· 2: αισθητικ(ός) (επίθ.) -ότης > -ότητα]
- αισθητισμός ο [esθitizmós] Ο17 : καλλιτεχνικό ρεύμα που θεωρεί το τυπικά ωραίο ως πρωταρχική αξία και με βάση αυτό κρίνει, αξιολογεί όλες τις άλλες: Φιλοσοφικός / λογοτεχνικός ~.
[λόγ. αισθητ(ική) -ισμός μτφρδ. αγγλ. estheticism < esthetics = αισθητική]
- αισθητοποίηση η [esθitopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αισθητοποιώ.
[λόγ. αισθητοποιη- (αισθητοποιώ) -σις > -ση]
- αισθητοποιώ [esθitopió] -ούμαι Ρ10.9 : παριστάνω ή περιγράφω κτ. έτσι ώστε να γίνει αισθητό: ~ τις σκέψεις / τους συλλογισμούς / τις έννοιες. Προβλήματα που αισθητοποιούνται στις διάφορες φάσεις της ζωής.
[λόγ. αισθητ(ός) -ο- + -ποιώ μτφρδ. γαλλ. rendre sensible]



