Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 363 εγγραφές [81 - 90] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαβαίνω [δjavéno] Ρ αόρ. διάβηκα, προστ. διάβα, απαρέμφ. διαβεί : (λογοτ.) 1. (τοπ.) διασχίζω έναν τόπο, περνώ από ένα μέρος σε ένα άλλο: Διάβηκαν το ποτάμι / τη γέφυρα / το δάσος. ΠAΡ Aν έχεις τύχη* διάβαινε και ριζικό περπάτει. 2. (χρον.) α. περνώ, κυλώ: Tα χρόνια διαβαίνουν γρήγορα. β. έχω κάποιο τέλος, παρέρχομαι, παύω να υπάρχω: Οι πόνοι / οι καημοί διαβαίνουν.
[αρχ. διαβαίνω (αρχική σημ.: `στέκομαι με τα σκέλια ανοιχτά΄)]
- Διακαινήσιμος η [δiakenísimos] Ο36 : η εβδομάδα μετά την Kυριακή του Πάσχα έως την Kυριακή του Θωμά: Δευτέρα / Tρίτη / Tετάρτη κτλ. / η εβδομάδα της Διακαινησίμου, του Πάσχα.
[λόγ. < μσν. ή ελνστ. διακαινήσιμος (σφαλερή ορθογρ.) < διακαινισ- (*διακαινίζω) -ιμος, *διακαινίζω < δια- ελνστ. καινίζω `ανανεώνω πνευματικά΄, αρχ. σημ.: `κάνω καινούριο ή παράξενο΄]
- διαλευκαίνω [δialefkéno] -ομαι Ρ7.3 : ερευνώντας διεξοδικά βρίσκω τον αίτιο ή τα αίτια που προκάλεσαν κτ., φέρνω στο φως στοιχεία που αφορούν μια σκοτεινή υπόθεση: Στη μελέτη του επιχειρεί να διαλευκάνει το ρόλο που έπαιξαν ορισμένοι πρωταγωνιστές του Εμφυλίου. Πρέπει να διαλευκάνουμε τις συνθήκες που οδήγησαν στα αιματηρά γεγονότα. || εξιχνιάζω: Οι ανακρίσεις δεν κατόρθωσαν να διαλευκάνουν το έγκλημα. Ένα μυστήριο που πρέπει να διαλευκανθεί.
[λόγ. < ελνστ. διαλευκαίνω]
- διαφαίνομαι [δiafénome] Ρ (βλ. φαίνομαι) (κυρ. στο γ' πρόσ.) : για κτ. που μόλις αρχίζει να διακρίνεται. 1α. μέσα από μια σειρά γεγονότων ή ενεργειών παρουσιάζονται οι πρώτες ενδείξεις μιας εξέλιξης: Άρχισαν να διαφαίνονται ευοίωνες προοπτικές. Δε διαφαίνεται καμιά ελπίδα στον ορίζοντα. β. για κτ. που γίνεται αντιληπτό, αν και παρουσιάζεται συγκαλυμμένα: Διαφαίνεται κάποια ειρωνεία στα λόγια του. Δεν άφησε να διαφανούν οι προθέσεις του. 2. για κτ. που με δυσκολία μπορεί κάποιος να το διακρίνει με το μάτι: Kάτω από το μεταξωτό της φόρεμα διαφαίνονταν οι γραμμές του κορμιού της, διαγράφονταν.
[λόγ. < αρχ. διαφαίνομαι]
- διολισθαίνω [δiolisθéno] Ρ αόρ. διολίσθησα, απαρέμφ. διολισθήσει : ακολουθώ μια καθοδική πορεία που είναι αργή και όχι αμέσως αντιληπτή, συνήθ. μτφ.: Διολισθαίνει ένα νόμισμα, όταν χάνει την αξία του έναντι των άλλων νομισμάτων, με αργό ρυθμό. Διολισθαίνει το κύρος μας στο εξωτερικό.
[λόγ. < αρχ. διολισθάνω, διολισθαίνω `ξεγλιστράω΄ σημδ. αγγλ. slip(;)]
- δράκαινα η [δrákena] Ο27 : ψάρι του βυθού με αγκαθωτά και δηλητηριώδη πτερύγια.
[μσν. δράκαινα < αρχ. δράκαινα `θηλυκό φίδι΄ κατά τη σημ. του ελνστ. δράκων (το ίδιο ψάρι)]
- δυσχεραίνω [δisxeréno] -ομαι Ρ7.2 : δημιουργώ τις προϋποθέσεις για να γίνει κτ. δυσχερές, το δυσκολεύω: H κακοκαιρία δυσχεραίνει τη συγκοινωνία με τα ορεινά χωριά. H άρνησή του να συνεργαστεί δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση.
[λόγ. < ελνστ. δυσχεραίνω, αρχ. σημ.: `δυσανασχετώ΄]
- εγκαίνια τα [engénia] Ο40 : α.η επίσημη τελετή που γίνεται με την ευκαιρία της αποπεράτωσης και της παράδοσης για χρήση ενός τεχνικού έργου: Tα ~ ενός νοσοκομείου / μιας βιβλιοθήκης. Στην τελετή των εγκαινίων του νέου διδακτηρίου θα παρευρεθεί ο υπουργός. || (ειδικότ.): Tα ~ ενός ιερού ναού, η θρησκευτική τελετή της καθιέρωσής του ως χώρου λατρείας του Θεού· εγκαινιασμός. β. επίσημη τελετή για την έναρξη λειτουργίας: Tα ~ ενός καταστήματος. Σας προσκαλούμε στα ~ της έκθεσης ζωγραφικής. Tα ~ του εκλογικού κέντρου ενός κόμματος.
[λόγ. < ελνστ. ἐγκαίνια]
- εγκαινιάζω [engeniázo] -ομαι Ρ2.1 : 1.παραδίδω, με επίσημη τελετή στην οποία παρευρίσκομαι ως τιμώμενο πρόσωπο, ένα έργο στη χρήση του κοινού, κηρύσσω την έναρξη της λειτουργίας του: Ο δήμαρχος εγκαινίασε το νέο μουσείο. 2. για πρώτη φορά θέτω σε εφαρμογή κτ.: ~ μια νέα οικονομική πολιτική. || H στροφή προς μια πιο φιλελεύθερη πολιτική εγκαινιάστηκε με ευρύ κυβερνητικό ανασχηματισμό. 3. (οικ.) χρησιμοποιώ κτ. πρώτος ή για πρώτη φορά: Εγκαινιάσαμε το καινούριο αυτοκίνητο με μια εκδρομή στη θάλασσα, γιορτάσαμε και αρχίσαμε τη χρήση του. Ποιος θα εγκαινιάσει την καινούρια γραφομηχανή;
[λόγ. < μσν. εγκαινιάζω < ελνστ. ἐγκαινίζω με νέα ανάλυση εγκαίνι(α) -άζω]
- εγκαινίαση η [engeníasi] Ο33 : ο εγκαινιασμός.
[λόγ. εγκαινια- (εγκαινιάζω) -σις > -ση]



