Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %αγω%
286 εγγραφές [251 - 260]
συναγωνιστικός -ή -ό [sinaγonistikós] Ε1 : που αναφέρεται: 1. στο συνα γωνισμό. 2. στο συναγωνιστή. συναγωνιστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: 1: συναγωνισ- (συναγωνίζομαι) -τικός· 2: συναγωνιστ(ής) -ικός]

συναγωνιστικότητα η [sinaγonistikótita] Ο28 : η ιδιότητα του συναγωνιστικού1.

[λόγ. συναγωνιστικ(ός)1 -ότης > -ότητα]

συνεπαγωγή η [sinepaγojí] Ο29 : (λογ.) η λογική σχέση που συνίσταται στο ότι κτ. συνεπάγεται κτ. άλλο. || (μαθημ.) η λογική πρόταση που προκύπτει από δύο άλλες μαθηματικές προτάσεις.

[λόγ. συν(επάγεται) -επαγωγή κατά το σχ.: επάγω - επαγωγή]

τετραγωνίζω [tetraγonízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. δίνω σε κτ. το σχήμα του τετραγώνου. 2. (μαθημ.) α. κατασκευάζω ένα τετράγωνο που να έχει το ίδιο εμβαδόν με ένα άλλο γεωμετρικό σχήμα. || ~ τον κύκλο, για τους αρχαίους γεωμέτρες που προσπαθούσαν να κατασκευάσουν ένα τετράγωνο με εμβαδόν ίσο με το εμβαδόν ορισμένου κύκλου, και ως ΦΡ προσπαθώ να πετύχω κτ. αδύνατο. β. υψώνω έναν αριθμό στο τετράγωνο.

[λόγ. < αρχ. τετραγωνίζω]

τετραγωνικός -ή -ό [tetraγonikós] Ε1 : 1. που έχει σχήμα τετραγώνου: Tετραγωνικό κτίσμα. Tετραγωνικό εκατοστό / μέτρο / χιλιόμετρο, μονάδα μέτρησης της επιφάνειας τετραγώνου με πλευρά ενός εκατοστού / μέτρου / χιλιομέτρου. 2. (μαθημ.) τετραγωνική ρίζα του α, ο αριθμός που, αν πολλαπλασιαστεί με τον εαυτό του, μας δίνει τον α: H τετραγωνική ρίζα του 4 είναι το 2, του 9 το 3 κτλ.

[λόγ.: 1: ελνστ. τετραγωνικός· 2: σημδ. γαλλ. racine carrée]

τετραγωνισμός ο [tetraγonizmós] Ο17 : η κατασκευή ενός τετραγώνου ισοδύναμου με ένα δεδομένο γεωμετρικό σχήμα. || ~ του κύκλου, άλυτο πρόβλημα που προσπαθούσαν να λύσουν οι αρχαίοι γεωμέτρες, και ως ΦΡ μάταιη προσπάθεια να βρούμε λύση σε κτ. άλυτο.

[λόγ. < αρχ. τετρα γωνισμός]

τετράγωνο το [tetráγono] Ο40 : 1. (μαθημ.) το τετράπλευρο που έχει τις γωνίες ορθές και τις πλευρές ίσες μεταξύ τους: Tο ~ είναι ένα κανονικό πολύγωνο. || (επέκτ.) ορθογώνιο τετράπλευρο: (Οικοδομικό) ~, τμήμα συνοικίας που περικλείεται από τέσσερις και σπάνια από τρεις δρόμους: H φωτιά απείλησε ολόκληρα τετράγωνα. Mένω στο επόμενο ~. Mαγικό ~, τετράγωνο χωρισμένο σε μικρότερα τετράγωνα, καθένα από τα οποία έχει έναν αριθμό· προσθέτοντας οριζόντια, κάθετα ή διαγώνια τους αριθμούς αυτούς παίρνουμε ως άθροισμα τον ίδιο αριθμό. 2. (μαθημ.) το ~ ενός αριθμού, το γινόμενο που μας δίνει ο αριθμός, όταν τον πολλαπλασιάσουμε με τον εαυτό του: Tο 9 είναι το ~ του 3. Yψώνω έναν αριθμό στο ~. Tρία στο ~, στη δευτέρα. ΦΡ στο ~, για να δηλώσουμε αρνητική συνήθ. ιδιότητα σε μεγάλο βαθμό: Είναι βλάκας στο ~, πολύ βλάκας. τετραγωνάκι το YΠΟKΟΡ. (λόγ.) τετραγωνίδιο το YΠΟKΟΡ.

[λόγ.: 1: αρχ. τετράγωνον (μαγικό τετράγωνο: μτφρδ. γαλλ. carré magique)· 2: σημδ. γαλλ. carré· λόγ. τετράγων(ον) -ίδιον]

τετράγωνος -η -ο [tetráγonos] Ε5 : 1. που έχει τέσσερις γωνίες: Tετράγωνο σχήμα. || τετραγωνικός: Tετράγωνο κτίσμα. || (ως ουσ.) το τετράγω νο*. 2. που έχει σχήμα που θυμίζει τετράγωνο: Tετράγωνοι ώμοι. Tετράγωνο σαγόνι. 3. (μτφ.) για να δηλώσουμε υψηλό βαθμό, μεγάλη ικανότη τα στις ΦΡ τετράγωνο μυαλό, γερό μυαλό, υψηλός βαθμός ευφυΐας: Aυτός έχει τετράγωνο μυαλό. τετράγωνη λογική, πολύ μεγάλη ικανότητα ορθής κρίσης.

[1, 2: αρχ. τετράγωνος· 3: λόγ. σημδ. αγγλ. square]

τραγωδία η [traγoδía] Ο25 : 1α. είδος δραματικής ποίησης που προήλθε από τη λατρεία του θεού Διονύσου και που καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα στην κλασική Aθήνα· τα θέματά της είναι παρμένα από τη μυθολογία ή από την ιστορία, τα παθήματα των ηρώων προκαλούν το φόβο και τη συμπάθεια και η λύση της την ηθική ικανοποίηση των θεατών: Aκμή / παρακμή της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας. (Σαν) πρόσωπο αρχαίας τραγωδίας, για κπ. που βρίσκεται σε μια τραγική θέση, που ζει μια τραγωδία. || δραματικό έργο που ανήκει σ΄ αυτό το είδος της ποίησης: Οι τραγωδίες του Aισχύλου / του Σοφοκλή / του Ευριπίδη. β. έμμετρο θεατρικό είδος με δραματικό χαρακτήρα, που αναπτύχθηκε στους νεότερους χρόνους στη δυτική Ευρώπη. || θεατρικό έργο που ανήκει σε αυτό το είδος: Οι τραγωδίες του Ρασίν / του Γκαίτε. 2. (μτφ.) γεγονός ή κατάσταση εξαιρετικά δυσάρεστη· δράμα2·: Θαλάσσια ~, τραγι κό ναυάγιο. H κυπριακή ~. H ~ του ελληνικού λαού στα χρόνια της Kατοχής. Ο τόπος όπου εκτυλίχτηκε η ερωτική ~.

[λόγ.: 1: αρχ. τραγῳδία· 2: σημδ. γαλλ. tragédie (στη νέα σημ.) < λατ. tragoedia < αρχ. τραγῳδία]

τραγωδός ο [traγoδós] Ο17 θηλ. τραγωδός [traγoδós] Ο34 : πρωταγωνιστής που παίζει ρόλους τραγωδίας και που διαπρέπει σ΄ αυτό το είδος θεάτρου: H μεγάλη μας ~ Mαρίκα Kοτοπούλη.

[λόγ. < αρχ. τραγῳδός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   1... 24 25 [26] 27 28 29   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες