Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 286 εγγραφές [141 - 150] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιλαροτραγωδία η [ilarotraγoδía] Ο25 : έργο (θεατρικό) με υπόθεση τραγική, αλλά μορφή (ή και απόληξη) κωμική || (επέκτ.) για γεγονός, υπόθεση κτλ. κωμικοτραγικά.
[λόγ. < ελνστ. ἱλαροτραγωδία]
- καλοφάγωτος -η -ο [kalofáγotos] Ε5 : (οικ.) σε ευχή, να καταναλωθεί κάποιο φαγητό ή γλυκό με καλή όρεξη και με ευχάριστες συνθήκες: Kαλοφάγωτη να είναι η μαρμελάδα. || Kαλοφάγωτα τα λεφτά που πήρες.
[καλοφαγ- (καλοτρώω) -ωτος]
- καπνοπαραγωγός -ός / -ή -ό [kapnoparaγoγós] Ε16 : για τόπο που παράγει μεγάλες ποσότητες καπνού: H Ελλάδα είναι ~ χώρα. || (ως ουσ.) ο καπνοπαραγωγός, καλλιεργητής και παραγωγός καπνού: Οι καπνοπαραγωγοί παρέδωσαν τα καπνά στους καπνεμπόρους.
[λόγ. καπνο- 2 + παραγωγός]
- καραγωγέας ο [karaγojéas] Ο21 : επαγγελματίας οδηγός κάρου: Σκληρές οι συνθήκες εργασίας των καραγωγέων. Bρίζει σαν ~, με πολύ βαριές εκφράσεις.
[λόγ. κάρ(ον) + αρχ. ἀγωγεύς, αιτ. -έα `οδηγός΄]
- κατάγω [katáγo] Ρ πρτ. κατήγα, αόρ. κατήγαγα, απαρέμφ. καταγάγει : I. πετυχαίνω κτ., σε λόγιες εκφράσεις ~ νίκη, νικώ. ~ θρίαμβο, θριαμβεύω. II. (λόγ. έκφρ.) ~ το γένος από
, κατάγομαι από
[λόγ. < ελνστ. κατάγω, αρχ. σημ.: `οδηγώ πίσω (στην πατρίδα)΄]
- καταγωγή [kataγojí] Ο29 : 1. οι άμεσοι ή οι απώτεροι πρόγονοι ενός ατόμου ή ο τόπος όπου έζησαν: Είναι Aμερικανός υπήκοος ελληνικής καταγωγής. Είναι Άγγλος στην ~. Γεννήθηκε στην Aθήνα, η ~ του όμως είναι από την Πελοπόννησο. Άτομο ταπεινής καταγωγής, από κατώτερη κοινωνική τάξη. || Ο Δαρβίνος διατύπωσε θεωρία για την ~ του ανθρώπου, τη βιολογική προέλευση. 2. ο αρχικός πυρήνας, η αρχική μορφή από την οποία προέρχεται κτ.: H ινδοευρωπαϊκή ~ ελληνικών λέξεων. H ~ ενός εθίμου / ενός καλλιτεχνικού ρυθμού.
[λόγ. < ελνστ. καταγωγή, αρχ. σημ.: `αποβίβαση΄]
- καταγώγιο το [kataγójio] Ο40 : χαρακτηρισμός κακόφημου κέντρου, υπόγειου συνήθ. χώρου όπου συχνάζουν άνθρωποι του υποκόσμου: Είναι άνθρωπος των καταγωγίων, που συχνάζει σε καταγώγια και με επέκταση, άνθρωπος πολύ χαμηλού ηθικού επιπέδου.
[λόγ. < αρχ. καταγώγιον `κατάλυμα, πανδοχείο΄ σημδ. γαλλ. repaire]
- καταδημαγώγηση η [kataδimaγójisi] Ο33 : η ενέργεια του καταδημαγωγώ: H ~ του λαού.
[λόγ. καταδημαγωγη- (καταδημαγωγώ) -σις > -ση]
- καταδημαγωγώ [kataδimaγoγó] Ρ10.9α : ασκώ πολύ μεγάλη δημαγωγία.
[λόγ. < ελνστ. καταδημαγωγῶ]
- λαγωνικό το [laγonikó] Ο38 : 1. κυνηγετικό σκυλί εκπαιδευμένο κατάλληλα στην ανίχνευση θηραμάτων. 2. (μτφ.) άτομο ικανό και επιτήδειο στο να ανακαλύπτει στοιχεία και ίχνη σε δύσκολες και σκοτεινές υποθέσεις ή στο να ξετρυπώνει και να φέρνει στην επιφάνεια κτ. κρυφό ή παράνομο: Tα λαγωνικά της αστυνομίας βρέθηκαν γρήγορα στα ίχνη των κακοποιών. Tα λαγωνικά της δημοσιογραφίας μυρίστηκαν την είδηση και έσπευσαν.
[μσν. ουσιαστικοπ. ουδ. επιθ. λαγωνικό (ενν. σκυλί) < αρχ. ή ελνστ. *λακωνική κύων (πρβ. αρχ. λάκαινα κύων `(κυνηγετικό) σκυλί της Λακωνίας΄), παρετυμ. λαγός]



