Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 25 εγγραφές [21 - 25] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συναγερμός ο [sinajermós] Ο17 : 1.γενική κινητοποίηση σε έκτακτες περιστάσεις. α. συγκέντρωση στρατιωτικών δυνάμεων ή ανδρών στρατιωτι κά οργανωμένων σωμάτων, σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης: Δόθηκε το σήμα του συναγερμού σε όλες τις στρατιωτικές μονάδες. Οι αστυνομικές δυνάμεις βρίσκονται σε κατάσταση συναγερμού. β. κατάσταση άμυνας που επιβάλλεται στον άμαχο πληθυσμό σε περίοδο πολέμου: Στη διάρκεια των συναγερμών ο κόσμος έμενε στα καταφύγια. Aρχίζει / τελειώνει ο ~. Οι σειρήνες χτύπησαν τη λήξη του συναγερμού. γ. ομαδική κινητοποίηση ή δραστηριοποίηση αρμόδιων υπηρεσιών, για την αντιμετώπιση μιας έκτακτης ανάγκης: Όλοι οι κάτοικοι βρίσκονται σε κατάσταση συναγερμού, για να εμποδίσουν την εξάπλωση της φωτιάς. Θα χρειαστεί ένας πανεθνικός ~ για την προστασία του περιβάλλοντος. H ρύπανση ξεπέρασε το όριο συναγερμού. || ~ στο σχολείο για την προετοιμασία της γιορτής. 2. ηχητικό ή φωτεινό σήμα που δηλώνει την εμφάνιση κάποιου κινδύνου: Σήμανε / χτύπησε / άναψε ο ~. Aκούω το συναγερμό. || σύστημα ασφαλείας που ειδοποιεί, με παρατεταμένο συριγμό, ότι γίνεται προσπάθεια παραβίασης ενός χώρου, αντικειμένου κτλ.: Tα κοσμηματοπωλεία / τα μουσεία έχουν συστήματα συναγερμού. Έβαλε στο αυτοκίνητο / στο χρηματοκιβώτιο συναγερμό.
[λόγ. < ελνστ. συναγερμός `συγκέντρωση΄ σημδ. γαλλ. alarme `πρόσκληση σε συγκέντρωση (στα όπλα) των στρατιωτών σε περίπτωση επίθεσης΄]
- ταγέρ το [tajér] Ο (άκλ.) : γυναικείο ρούχο που αποτελείται από μια ζακέτα, συνήθ. σε αντρικό στιλ, και μια φούστα από το ίδιο ύφασμα: Σπορ / αμπιγέ ~. Xειμωνιάτικο / ανοιξιάτικο / καλοκαιρινό ~.
ταγεράκι το YΠΟKΟΡ: Φορούσε ένα πολύ χαριτωμένο ~. [λόγ. < γαλλ. tailleur]
- τραμβαγέρης ο [tramvajéris] Ο11 θηλ. τραμβαγέρισσα [tramvajérisa] Ο27 : οδηγός ή εισπράκτορας σε τραμ.
[λόγ. τραμβάι `τραμ΄ < αγγλ. tramway (ορθογρ. δαν.) -έρης με συμφωνοποίηση του μεσοφ. ημιφ.· τραμβαγέ ρ(ης) -ισσα]
- τσαγερία η [tsajería] Ο25 : κατάστημα όπου σερβίρουν κυρίως τσάι· τεϊο ποτείο.
[τσαγ- (τσάι) -ερία]
- τσαγερό το [tsajeró] Ο38 : α. τσαγιέρα. β. (παρωχ.) σερβίτσιο τσαγιού.
[τσαγ- (τσάι) -ερό]



