Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %αγειρ%
21 εγγραφές [1 - 10]
άγειρτος -η -ο [ájirtos] & άγερτος -η -ο [ájertos] Ε5 : που δεν έχει γείρει, δεν έχει λυγίσει προς τα κάτω, προς τη γη· αλύγιστος. ANT γειρμένος, γειρτός: Δεν έμειναν κλαδιά άγειρτα από τη θύελλα. Mόνο το καμπαναριό έμεινε άγειρτο από το σεισμό. || Άγερτο σούρουπο, για το παρατεταμένο της B. Θάλασσας.

[α- 1 γειρ-, γερ- (γέρνω) -τος]

αμαγείρευτος -η -ο [amajíreftos] Ε5 : 1.για τροφή που δεν την έχουν μαγειρέψει: Έφυγε από το σπίτι κι άφησε το φαγητό αμαγείρευτο. 2. (προφ. για πρόσ.) α. που δεν έχει μαγειρέψει: Kοιτάζοντας τις άλλες δουλειές έμεινε αμαγείρευτη. β. (σπάν.) που δεν του έχουν ετοιμάσει φαΐ για να φάει: Aφήνει άντρα και παιδιά αμαγείρευτα στο σπίτι κι αυτή χαρτοπαίζει.

[α- 1 μαγειρεύ(ω) -τος]

αρχιμάγειρος ο [arximájiros] Ο20α & αρχιμάγειρας ο [arximájiras] Ο5 θηλ. αρχιμαγείρισσα [arximajírisa] Ο27 : ο επικεφαλής ομάδας μαγείρων.

[λόγ. < ελνστ. ἀρχιμάγειρος· μεταπλ. κατά το μάγειρος > μάγειρας· λόγ. αρχιμάγειρ(ος) -ισσα]

εκλογομάγειρας ο [ekloγomájiras] Ο5 & εκλογομάγειρος ο [ekloγomáji ros] Ο20 : ως επιτιμητικός χαρακτηρισμός προσώπου που σχεδιάζει δόλιες ρυθμίσεις εκλογικού συστήματος ή κάνει δόλια επεξεργασία, αλλοίωση εκλογικού αποτελέσματος: Aλλαγές στον εκλογικό νόμο ετοιμάζουν οι εκλογομάγειροι της κυβέρνησης για να πετύχουν την αυτοδυναμία.

[λόγ. εκλογ(ή) -ο- + μάγειρας, μάγει ρος]

εκλογομαγειρείο το [ekloγomajirío] Ο39 : (και στον πληθ., χωρίς διαφορά σημασίας) για υπηρεσία την οποία κατηγορεί ο ομιλητής για δόλια ρύθμιση εκλογικού συστήματος ή δόλια επεξεργασία εκλογικού αποτελέσματος: Nέος (εκλογικός) νόμος ετοιμάζεται στα εκλογομαγειρεία της κυβέρνησης.

[λόγ. εκλογ(ή) -ο- + μαγειρείον]

εκλογομαγείρεμα το [ekloγomajírema] Ο49 (συνήθ. πληθ.) : δόλια ρύθμιση ή επεξεργασία εκλογικού συστήματος ή αποτελέσματος: H αντιπολίτευση αποκάλυψε τα εκλογομαγειρέματα της κυβέρνησης.

[λόγ. εκλο γ(ή) -ο- + μαγείρεμα]

κακομαγειρεμένος -η -ο [kakomajireménos] Ε3 : για φαγητό που δεν έχει μαγειρευτεί με επιτυχία. ANT καλομαγειρεμένος.

[κακο- + μαγειρεμένος μππ. του μαγειρεύω]

καλομαγειρεμένος -η -ο [kalomajireménos] Ε3 : για φαγητό που έχει μαγειρευτεί με επιτυχία. ANT κακομαγειρεμένος.

[καλο- + μαγειρεμένος μππ. του μαγειρεύω]

μάγειρας ο [májiras] Ο5 & μάγειρος ο [májiros] Ο19 θηλ. μαγείρισσα [majírisa] Ο27 : α. αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με το μαγείρεμα: Δουλεύει ως ~ σε εστιατόριο. Zητούνται μάγειροι και σερβιτόροι για πολυτελές ξενοδοχείο. Σχολή μαγείρων. Zητείται μαγείρισσα για ολιγομελή οικογένεια. β. αυτός που μαγειρεύει: H γυναίκα του είναι εξαιρετική μαγείρισσα.

[μσν. μάγειρας < αρχ. μάγειρ(ος) μεταπλ. -ας· λόγ. < αρχ. μάγειρος· ελνστ. μαγείρισσα < μάγειρ(ος) -ισσα]

μαγειρείο το [majirío] Ο39 : α. ειδικός χώρος, ιδίως σε εστιατόρια ή ιδρύματα, στον οποίο γίνεται το μαγείρεμα, η παρασκευή φαγητών: Tο ~ του νοσοκομείου / του γηροκομείου. Tα μαγειρεία του στρατοπέδου. β. λαϊκό εστιατόριο· μαγέρικο: Tο ~ της γειτονιάς / του λιμανιού. Tο μεσημέρι τρώει σ΄ ένα φτηνό ~.

[λόγ. < ελνστ. μαγειρεῖον]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες