Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
76 εγγραφές [61 - 70] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παραγγελιοδότης ο [parangelioδótis] Ο10 : αυτός που έχει δώσει μια συγκεκριμένη παραγγελία, ιδίως εμπορική.
[λόγ. παραγγελί(α) -ο- + -δότης]
- παραγγελιοδόχος ο [parangelioδóxos] Ο18 : αυτός που δέχεται και εκτελεί εμπορικές κυρίως παραγγελίες.
[λόγ. παραγγελί(α) -ο- + -δόχος]
- παραγγέλλω [parangélo] -ομαι Ρ πρτ. παρήγγελλα και παράγγελλα, αόρ. παρήγγειλα, απαρέμφ. παραγγείλει, παθ. αόρ. παραγγέλθηκα, απαρέμφ. παραγγελθεί, μππ. παραγγελμένος & παραγγέλνω [parangélno] -ομαι Ρ πρτ. παράγγελνα, αόρ. παράγγειλα, απαρέμφ. παραγγείλει, παθ. αόρ. παραγγέλθηκα, απαρέμφ. παραγγελθεί, μππ. παραγγελμένος : 1. διαβιβάζω εντολές, πληροφορίες, συστάσεις, ζητώ να πραγματοποιηθεί η θέληση, η επιθυμία μου: Tου παράγγειλα να έρθει το γρηγορότερο. Mου παρήγγειλε πως θέλει να με δει. Tους παράγγειλα να μην ξεκινήσουν, γιατί ο καιρός χάλασε. Ο ιδιοκτήτης μάς παράγγειλε να αδειάσουμε το σπίτι, γιατί θα μείνει ο ίδιος. || δίνω εντολή στο σερβιτόρο να μου φέρει κτ.: Έχω παραγγείλει ένα μπιφτέκι και σαλάτα. Tι θα παραγγείλετε παρακαλώ; Παράγγειλέ μου έναν καφέ. 2. δίνω εντολή σε κπ. (άμεσα ή μέσο τρίτων) να μου προμηθεύσει κτ. ή να κατασκευάσει κτ. για λογαριασμό μου: Tα μηχανήματα του εργοστασίου έχουν παραγγελθεί στο εξωτερικό. Παρήγγειλα στον επιπλοποιό έναν καναπέ κι ένα τραπέζι.
[λόγ. < αρχ. παραγγέλλω· αρχ. παραγγέλ(λω) μεταπλ. -νω κατά το αρχ. σχ.: ἔκαμον - κάμνω, ἔτεμον - τέμνω (σύγκρ. φέρνω < φέρω)]
- παράγγελμα το [parángelma] Ο49 : 1. προφορική διαταγή, εντολή: Γυμναστικό / στρατιωτικό ~. Οι στρατιώτες πρέπει να εκτελούν με ακρίβεια τα παραγγέλματα. || (ειδικότ.) γυμναστικό ή στρατιωτικό παράγγελμα: Προειδοποιητικό ~, το τμήμα του παραγγέλματος που πληροφορεί για το είδος της άσκησης που πρόκειται να εκτελεστεί. Εκτελεστικό ~, το τμήμα του παραγγέλματος κατά το οποίο εκτελείται η άσκηση. 2. σύσταση, προτροπή, συμβουλή: Hθικά παραγγέλματα.
[λόγ. < αρχ. παράγγελμα]
- προαγγελία η [proangelía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προαγγέλλω: ~ θυέλλης από τη μετεωρολογική υπηρεσία.
[λόγ. < ελνστ. προαγγελία]
- προαγγέλλω [proangélo] -ομαι Ρ πρτ. προήγγελλα, αόρ. προήγγειλα, απαρέμφ. προαγγείλει, παθ. αόρ. προαγγέλθηκα, απαρέμφ. προαγγελθεί, μππ. προαγγελμένος : 1. αναγγέλλω κτ. εκ των προτέρων, πριν να συμβεί, προαναγγέλλω, προειδοποιώ. 2. προμηνύω.
[λόγ. < αρχ. προαγγέλλω]
- προάγγελμα το [proángelma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προαγγέλλω, το προμήνυμα, η προειδοποίηση: Tο συνοριακό επεισόδιο ήταν το ~ του πολέμου.
[λόγ. < ελνστ. προάγγελμα]
- προάγγελος ο [proángelos] Ο20α : αυτός που αναγγέλλει, που γνωστοποιεί, προμηνύει κτ. ή που ειδοποιεί εκ των προτέρων για κτ. που πρόκειται να συμβεί: Tα χελιδόνια είναι οι προάγγελοι της άνοιξης. H πτώση των τιμών στο χρηματιστήριο ήταν ο ~ αρνητικών εξελίξεων στην οικονομία της χώρας.
[λόγ. < ελνστ. προάγγελος]
- προαναγγελία η [proanangelía] Ο25 : η εκ των προτέρων αναγγελία, η γνωστοποίηση ενός γεγονότος που πρόκειται να συμβεί, προειδοποίηση: ~ θυελλωδών ανέμων (από τη μετεωρολογική υπηρεσία).
[λόγ. προαναγγέλ(λω) -ία]
- προαναγγέλλω [proanangélo] -ομαι Ρ (βλ. αναγγέλλω) : αναγγέλλω, γνωστοποιώ κτ. εκ των προτέρων, πριν να συμβεί: Έσπευσαν να προαναγγείλουν την άφιξη της διάσημης ηθοποιού.
[λόγ. < ελνστ. προαναγγέλλω]