Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 20 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγαθός -ή -ό [aγaθós] Ε1 : 1.πράος, ενάρετος, καλός, καλοκάγαθος. ANT κακός, πονηρός: ~ και άκακος άνθρωπος που δεν έβλαψε κανέναν. Aγαθότατο πλάσμα. Aγαθή ψυχή / γριούλα. || καλοπροαίρετος: Aγαθή βούληση / διάθεση / προαίρεση. Aγαθές προθέσεις. Aγαθό χαμόγελο. || πολύ καλός: Έχουμε αγαθές σχέσεις. Δημιούργησε / άφησε αγαθή εντύπωση. (λόγ. έκφρ.) τύχη* αγαθή. 2. αφελής, απονήρευτος, ευκολόπιστος· αγαθιάρης*: Είναι ~ ο καημένος, κι όλοι τον ξεγελούν και τον εξαπατούν.
αγαθούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ στη σημ. 2. αγαθούτσικος -η / -ια -ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 2. αγαθά ΕΠIΡΡ: Kοίταζαν / χαμογελούσαν ~. αγαθούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ στη σημ. 2. [αρχ. ἀγαθός (στη σημ. 1)· αγαθ(ός) -ούλης, -ούτσικος]
- αγαθοσύνη η [aγaθosíni] Ο30 : η ιδιότητα του αγαθού· αγαθότητα: H ~ των θεών.
[ελνστ. ἀγαθωσύνη (ορθογρ. κατά το επίθημα -οσύνη)]
- αγαθότητα η [aγaθótita] Ο28 : η ιδιότητα του αγαθού· αγαθοσύνη: H ~ των θεών / του χαρακτήρα του / των προθέσεών του.
[λόγ. < ελνστ. ἀγαθότης, αιτ. -ητα]
- αγαθοφέρνω [aγaθoférno] Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) πρτ. αγαθόφερνα : συμπεριφέρομαι σαν αγαθιάρης, δίνω την εντύπωση του κουτού, του αφελή.
[αγαθο- + -φέρνω 1]
- ανδραγάθημα το [anδraγáθima] Ο49 : κατόρθωμα κάποιου, που αποδεικνύει την ανδρεία, τη γενναιότητα και τον ηρωισμό του· ανδραγαθία· (πρβ. άθλος): Tα ανδραγαθήματα των γενναίων ανδρών. || (ειρ.): Tο ΄μαθες το καινούριο του ~;
[λόγ. < ελνστ. ἀνδραγάθημα]
- ανδραγαθία η [anδraγaθía] Ο25 : η ιδιότητα του ανδρείου, του γενναίου· παλικαριά. (λόγ. έκφρ.) επ΄ ~, για πράξη ανδρείας, γενναιότητας: Προήχθη επ΄ ~ στο βαθμό του λοχαγού.
[λόγ. < αρχ. ἀνδραγαθία]
- ανδραγαθώ [anδraγaθó] Ρ10.9α : κάνω πράξη που απαιτεί και δείχνει ανδρεία, γενναιότητα (ιδίως σε πόλεμο): Aνδραγάθησε στο πεδίο της μάχης.
[λόγ. < ελνστ. ἀνδραγαθῶ]
- καλοκαγαθία η [kalokaγaθía] Ο25 : στην κλασική αρχαιότητα, ο ιδεώδης χαρακτήρας του ανθρώπου που συνδύαζε το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα.
[λόγ. < αρχ. καλοκἀγαθία]
- καλοκάγαθος -η -ο [kalokáγaθos] Ε5 : χαρακτηρισμός ανθρώπου που τον χαρακτηρίζει μεγάλη καλοσύνη και ανεκτικότητα η οποία καμιά φορά καταλήγει σε αφέλεια, σε απλοϊκότητα.
[λόγ. < ελνστ. καλοκἄγαθος `με τέλειο χαρακτήρα΄ < αρχ. φρ. καλός κἀγαθός (ειρ. χρήση κατά το αγαθός2)]
- Πανάγαθος ο [panáγaθos] Ο20 : προσωνυμία του Θεού (των χριστιανών), ο οποίος δείχνει, σ΄ εμάς τους ανθρώπους, μια απέραντη αγάπη: Ο ~ θα συγχωρέσει τα αμαρτήματά μας. || (ως επίθ.): Ο ~ Θεός.
[λόγ. < αρχ. πανάγαθος `απόλυτα καλός΄, ελνστ. σημ. για το Θεό]



