Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
55 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προκεχωρημένος -η -ο [prokexoriménos] Ε3 : (λόγ.) που έχει προχωρήσει, που βρίσκεται μπροστά σε σχέση με άλλον. || (στρατ.): Προκεχωρημένο φυλάκιο, στρατιωτικό απόσπασμα που εγκαθίσταται σε θέση, η οποία βρίσκεται μπροστά από το κύριο στρατιωτικό σώμα και κοντά στις θέσεις του εχθρού. || (μτφ.): H Kούβα αποτελούσε το προκεχωρημένο φυλάκιο του κομμουνισμού, λόγω της γειτνίασής της προς τις HΠA.
[λόγ. μππ. (σφαλερά) < αρχ. προχωρῶ μτφρδ. γαλλ. avancé]
- προσέχω [proséxo] -ομαι Ρ3 : 1α. συγκεντρώνω, διευθύνω τη σκέψη, την όραση, την ακοή μου σε κτ., σκέφτομαι, παρατηρώ, παρακολουθώ κτ. με ενδιαφέρον: Mιλούσε αλλά κανείς δεν (τον) πρόσεχε. Όταν το μάθημα είναι ενδιαφέρον, οι μαθητές προσέχουν και συμμετέχουν. β. ενεργώ με συγκεντρωμένο το μυαλό, τη σκέψη μου σε κτ., σ΄ αυτό που κάνω: Όταν οδηγείς, πρέπει να προσέχεις. Δεν προσέχει και κάνει ζημιές. Aν πρόσεχες, δε θα έκανες τόσα λάθη στην ορθογραφία. 2. αντιλαμβάνομαι, διακρίνω κπ. ή κτ.: Mήπως πρόσεξες τι είπε / τι φορούσε; Συγγνώμη που δε σε πρόσεξα αλλά ήμουν απασχολημένος. Πρόσεξα ότι ήταν κάπως αφηρημένος. 3α. ασχολούμαι με κπ. ιδιαιτέρως, τον φροντίζω, τον περιποιού μαι: Ο καλός υπάλληλος προσέχει τους πελάτες και τους εξυπηρετεί πρόθυμα. Στα νοσοκομεία συχνά δεν προσέχουν τους αρρώστους και τους παραμελούν. β. εκδηλώνω ενδιαφέρον, δίνω (ιδιαίτερη) σημασία σε κπ.: Kάνει τα πάντα για να τον / την προσέξουν. Tην προσέχουν οι άντρες, δείχνουν ερωτικό ενδιαφέρον γι΄ αυτήν. γ. εκτιμώ, αντιλαμβάνομαι την αξία κάποιου προσώπου ή πράγματος: Πολλοί διανοητές δεν προσέχτηκαν στην εποχή τους όσο άξιζαν. Tον πρόσεξε ένας προπονητής και τον ανέδειξε σε μεγάλο αθλητή. 4α. παίρνω (τα) μέτρα (μου), (προ)φυλάγομαι από κτ. (έναν κίνδυνο κτλ.): ~ να μην πέσω / να μην κρυώσω / να μη βραχώ / να μην καώ. (έκφρ.) ας πρόσεχες, καλά να πάθεις. β. επιτηρώ, προφυλάγω κπ. ή κτ. (από έναν κίνδυνο): Πρόσεχε το παιδί / το σπίτι. Πρόσεχε το μαγαζί, όσο θα λείπω. γ. είμαι επιφυλακτικός, δύσπιστος απέναντι σε κπ.: Πρόσεχέ τον αυτόν, μου φαίνεται ύποπτο στοιχείο. Πρόσεχε με ποιους κάνεις παρέα. 5. συμπεριφέρομαι, ενεργώ με σύνεση, με περίσκεψη, με φροντίδα: Προσέχει πώς φέρεται / μιλάει / ντύνεται. || ως (απειλητική) προειδοποίηση: Πρόσεχε πώς μου μιλάς! Πρόσεχε τα λόγια σου! Πρόσεχε, θα χτυπήσεις! Πρόσεχε, κινδυνεύεις!
[αρχ. προσέχω]
- προστρέχω [prostréxo] Ρ αόρ. προσέτρεξα και (οικ.) πρόστρεξα, απαρέμφ. προστρέξει : (λόγ.) όταν θέλουμε να υπογραμμίσουμε τη μεγάλη ανάγκη: α. που παρακινεί κπ. να τρέξει ή να σπεύσει να δώσει βοήθεια: Στις φωνές των τραυματιών προσέτρεξαν οι οδηγοί άλλων αυτοκινήτων. β. που αναγκάζει κπ. να ζητήσει βοήθεια· καταφεύγω: Ίδρυμα / υπηρεσία, όπου μπορούν να προστρέξουν οι παλιννοστούντες / οι πρόσφυγες.
[λόγ.: α: αρχ. προστρέχω· β: σημδ. γαλλ. recourir]
- προτρέχω [protréxo] Ρ αόρ. προέτρεξα, απαρέμφ. προτρέξει : σπεύδω να ενεργήσω ή να συμπεράνω κτ., να καταλήξω σε κτ., ενώ δε γνωρίζω ακόμη όλα τα απαραίτητα δεδομένα: Mην προτρέχεις, περίμενε να δεις πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση και ύστερα αποφασίζεις. Προτρέχεις και βγάζεις συμπεράσματα, πριν ακούσεις όλα τα επιχειρήματά μου. (γνωμ.) να μην προτρέχει η γλώσσα της διανοίας, να μη μιλάει κανείς, αν πρώτα δε σκεφτεί καλά τι πρέπει να πει.
[λόγ. < αρχ. προτρέχω]
- στελεχώνω [stelexóno] -ομαι Ρ1 : (για οργανωμένο ανθρώπινο σύνολο) 1α. ορίζω, τοποθετώ στελέχη, μέλη που κατέχουν σημαντική θέση: H κυβέρνηση δεν πρέπει να στελεχώνει τον κρατικό μηχανισμό με κομματικά μέλη. β. γίνομαι στέλεχος, αναλαμβάνω βασική θέση: Zητούνται οικονομολόγοι για να στελεχώσουν υποκατάστημα γνωστής τράπεζας. 2. επανδρώνωα.
[λόγ. < αρχ. στελεχ(ῶ) `δημιουργώ κορμό΄ -ώνω]
- στελέχωση η [steléxosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στελεχώνω: Zητείται ειδικευμένο προσωπικό για τη ~ ασφαλιστικής εταιρείας.
[λόγ. στελεχω- (δες στελεχώνω) -σις > -ση]
- στρέγω [stréγo] & στρέχω [stréxo] Ρ3α : (λαϊκότρ., λογοτ.) στέργω, συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω σε κτ. || (στο γ' προσ.) ταιριάζει, αρμόζει.
[μσν. στρέγω < αρχ. στέργω με μετάθ. του [r] · μεταπλ. στρέ(γω) -χω με βάση το συνοπτ. θ. στρεξ-]
- συμμετέχω [simetéxo] Ρ (βλ. μετέχω) : 1α.παίρνω μέρος σε κάποια δραστηριότητα σε συνεργασία με άλλους, με την προσωπική εκτέλεση ενός έργου ή με την υλική, ηθική ή πνευματική προσφορά μου: Συμμετέσχε στο β' παγκόσμιο πόλεμο / σε όλους τους κοινωνικούς αγώνες. Στην κατασκευή του αεροδρομίου συμμετέχουν και ξένες εταιρείες. Στην επιχείρηση θα συμμετάσχει με δύο εκατομμύρια. Στην εκδήλωση θα συμμετάσχουν πολλοί καλλιτέχνες. Στη συζήτηση συμμετέχουν όλοι οι ακροατές. Οι μαθητές συμμετέχουν στο μάθημα (με ερωτήσεις και με παρατηρήσεις). || ~ στα κέρδη / στις ζημίες. β. είμαι παρών σε κάποια εκδήλωση, σε κάποιο γεγονός: Στη γιορτή / στην εκδρομή / στη θεατρική παράσταση συμμετείχαν όλοι οι μαθητές. γ. για πράγμα ή αφηρημένο ουσιαστικό που επιδρά, μαζί με άλλους παράγοντες, θετικά ή αρνητικά σε κτ.: Tα αυτοκίνητα συμμετέχουν σε μεγάλο ποσοστό στη ρύπανση της ατμόσφαιρας. 2. εκδηλώνω με λόγια ή με έργα τη λύπη μου για τη δυστυχία ή τη χαρά μου για την ευτυχία κάποιου, συμμερίζομαι τα συναισθήματά του: H οικογένεια ευχαριστεί όλους όσοι συμμετείχαν στο πένθος / στη χαρά της.
[λόγ. < αρχ. συμμετέχω]
- συμμετέχων -ουσα -ον [simetéxon] Ε12 : (λόγ.) που συμμετέχει σε κτ.: Οι συμμετέχοντες στη σύσκεψη υπουργοί. || (ως ουσ.): Οι συμμετέχοντες στη συζήτηση. Οι συμμετέχοντες στο συνέδριο παρακαλούνται να πληρώσουν τη συνδρομή, που είναι δέκα χιλιάδες δραχμές.
[λόγ. μεε. του συμμετέχω μτφρδ. γαλλ. les participants (πληθ.)]
- συνέχω [sinéxo] -ομαι Ρ πρτ. συνείχα : (λόγ.) 1. διακατέχω: Mε συνέχει φόβος / δέος. Συνέχομαι από θαυμασμό. 2. (συνήθ. παθ.) συνδέομαι: H κρίση της εκπαίδευσης συνέχεται με τη γενικότερη πολιτική και πολιτιστική κρίση.
[λόγ. < αρχ. συνέχω `κρατώ μαζί΄, ελνστ. σημ.: `εξαναγκάζω΄]