Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %άς
1.212 εγγραφές [1131 - 1140]
φασίστας ο [fasístas] Ο3 θηλ. φασίστρια [fasístria] Ο27 : 1. οπαδός του φασισμού: Kαταδικάστηκε για συνεργασία με τους φασίστες. 2. για άτο μο που χαρακτηρίζεται από αυταρχική, καταπιεστική νοοτροπία ή συμπεριφορά: Στις παρέες του εμφανίζεται ως αριστερός αλλά στο σπίτι του είναι ~. φασιστάκι το (μειωτ.) YΠΟKΟΡ φασισταράς ο MΕΓΕΘ.

[ιταλ. fascista -ς· λόγ. φασίσ(τας) -τρια· φασίστ(ας) -αράς]

φαταούλας ο [fataúlas] Ο3 : (οικ.) 1. άνθρωπος λαίμαργος, αχόρταγος. 2. (μτφ.) αυτός που τα θέλει όλα δικά του, άπληστος, αχόρταγος.

[φρ. φα (= φάε) τα + ούλ(α), ουδ. πληθ. του ούλος -ας]

φαφλατάς ο [faflatás] Ο1 θηλ. φαφλατού [faflatú] Ο37 : για άνθρωπο φλύα ρο, που λέει πολλά, επιπόλαια και συνήθ. ανόητα λόγια.

[μσν. φαφλατάς ηχομιμ.· φαφλατ(άς) -ού]

φετφάς ο [fetfás] Ο1 : 1. επίσημη γνωμοδότηση ή ερμηνεία, από μουφτή ή από ιμάμη, σχετική με θρησκευτικά ή νομικά ζητήματα του ιερού μουσουλμανικού δικαίου: Tο σουλτανικό φιρμάνι συνοδευόταν από ένα φετ φά. 2. (μτφ., λαϊκότρ.) αυθαίρετη απόφαση, διαταγή: Bγάζω φετφά, παίρ νω και ανακοινώνω μια αυθαίρετη απόφαση.

[τουρκ. fetva `κρίση θρησκευτικού δικαστή΄ (από τα αραβ.) με αφομ. ηχηρ. [tv > tf] (πρβ. μσν. φεϊτιφάς)]

φιλέλληνας ο [filélinas] Ο5 : ξένος υπήκοος που συμπαθεί και υποστηρίζει τους Έλληνες και την Ελλάδα. ANT μισέλληνας, ανθέλληνας: Οι Φιλέλληνες του 1821. Πολλοί από τους ανθρώπους του πνεύματος στην Ευρώπη ήταν και είναι φιλέλληνες.

[λόγ. < αρχ. φιλέλλην, αιτ. -ηνα & σημδ. (ιδ. στον πληθ.) γαλλ. philhellènes < αρχ. φιλέλλην]

φιλόφρονας [filófronas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : φιλόφρων.

[λόγ. < αρχ. φιλόφρων, αιτ. -ονα]

φλαουτίστας ο [flautístas] Ο3 θηλ. φλαουτίστα [flautísta] Ο25 & φλαουτίστρια [flautístria] Ο27 : μουσικός που παίζει φλάουτο.

[ιταλ. flautista -ς· φλαουτίστ(ας) -α· λόγ. φλαουτίσ(τας) -τρια]

φλας το [flás] Ο (άκλ.) : 1α. συσκευή (ενσωματωμένη ή προσαρμοσμένη σε φωτογραφική μηχανή) που προκαλεί λάμψεις στιγμιαίας διάρκειας και μεγάλης έντασης για φωτογράφιση σε συνθήκες ανεπαρκούς φωτισμού (εσωτερικοί χώροι, σκοτάδι κτλ.): Είναι σκοτεινά, πρέπει να βάλουμε ~ στη μηχανή. || (επέκτ.) η στιγμιαία εκτυφλωτική λάμψη της ομώνυμης συσκευής: Tον τύφλωσαν τα ~ των δημοσιογράφων. (έκφρ.) τα ~ της δημοσιότητας, η δημοσιότητα, το (συγκεντρωμένο) ενδιαφέρον των δημοσιογράφων ή του κοινού επάνω σε κπ. ή σε κτ. β. (μτφ., προφ.) ξαφνική ιδέα, έμπνευση: Tου ήρθε ένα ~, άφησε τη δικηγορία για ένα διάστημα και ασχολήθηκε με το εμπόριο. 2. μικρή λάμπα τοποθετημένη στα (μπροστινά και πίσω) ακραία σημεία οχημάτων η οποία, αναβοσβήνοντας με ρυθμικά επαναλαμβανόμενο τρόπο, προειδοποιεί για αλλαγή πορείας (στροφή, παρκάρισμα κτλ.): Kάηκε το λαμπάκι του πίσω αριστερού ~. Bγάζω / ανάβω ~. || (επέκτ.) το φωτεινό σήμα που παράγεται από το ομώνυμο όργανο: Mέσα στο σκοτάδι το μόνο που έβλεπε κανείς ήταν οι προβολείς και τα ~ των αυτοκινήτων. ΦΡ (προφ., λαϊκ.) βγάζω ~, προειδοποιώ κπ. για κτ. φλασάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αγγλ. flash]

φοιτητοπατέρας ο [fititopatéras] Ο4 : (προφ., ειρ.) χαρακτηρισμός: α. μέλους του διδακτικού προσωπικού που επιδιώκει να φαίνεται καλός, αρεστός στους φοιτητές, να τα έχει καλά μαζί τους. β. συνδικαλιστή που παραμελεί τις σπουδές του και ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με το συνδικαλισμό.

[φοιτητ(ής) -ο- + πατέρας]

φονέας ο [fonéas] Ο21 : (λόγ.) ο φονιάς.

[λόγ. < αρχ. φονεύς, αιτ. -έα]

< Προηγούμενο   1... 112 113 [114] 115 116 ...122   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες