Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.212 εγγραφές [101 - 110] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανελεήμονας [aneleímonas] για άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : που δεν αισθάνεται λύπη για άλλον· ανελέητος. Ο ~ χάρος. Aνελεήμονη μοίρα. || Aνελεήμονες κριτές, πάρα πολύ αυστηροί. || (ως ουσ.).
[αρχ. & λόγ. < αρχ. ανελεήμων, αιτ. -ονα]
- ανελκυστήρας ο [anelkistíras] Ο2 : μηχανική κατασκευή σε πολυώροφο κτίριο, που τη χρησιμοποιούμε για να ανεβαίνουμε ή να κατεβαίνουμε· ασανσέρ.
[λόγ. ανελκυσ- (ανελκύω) -τήρ > -τήρας]
- ανεμιστήρας ο [anemistíras] Ο2 : α.συσκευή που ανακινεί, αναταράζει και δροσίζει τον αέρα κλειστού χώρου: Επιτραπέζιος / φορητός ~. β. συσκευή ή μηχάνημα που παράγει ρεύμα αέρα λίγο ή πολύ ισχυρό: Ο ~ χρησιμεύει για την ψύξη και τον αερισμό της μηχανής του αυτοκινήτου.
ανεμιστηράκι το YΠΟKΟΡ συνήθ. στη σημ. α. [λόγ. ανεμισ- (ανεμίζω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. ventilateur]
- ανεμοκινητήρας ο [anemokinitíras] Ο2 : κινητήρας που λειτουργεί με τη δύναμη του ανέμου (με ανεμογεννήτρια).
[λόγ. ανεμο-1 + κινητ(ήρ) -ήρας μτφρδ. αγγλ. wind-motor]
- ανεμορούφουλας ο [anemorúfulas] Ο5 : (λαϊκότρ.) ανεμοστρόβιλος.
[ανεμο-1 + ρούφουλας]
- ανθέλληνας ο [anθélinas] Ο5 : χαρακτηρισμός για κπ. (Έλληνα ή ξένο) που διάκειται ή που ενεργεί εχθρικά προς τους Έλληνες, που βλάπτει τα συμφέροντά τους. ANT φιλέλληνας.
[λόγ. ανθ- (δες αντι-) + Έλλην > Έλληνας]
- ανθήρας ο [anθíras] Ο2 : μικρό εξόγκωμα στο ανώτατο άκρο του στήμονα (σε μερικά άνθη), όπου βρίσκεται η γύρη.
[λόγ. ανθ(ήρ) -ήρας < γαλλ. anthère < αρχ. ἀνθηρός]
- άνθρακας ο [ánθrakas] Ο5 : 1α.(χωρίς πληθ.) αμέταλλο χημικό στοιχείο που βρίσκεται άφθονο στη φύση σε μορφή ενώσεων και αποτελεί θεμελιώδες συστατικό της ζωικής ύλης: H οργανική χημεία μελετάει τις ενώσεις του άνθρακα. Mονοξείδιο / διοξείδιο του άνθρακα. Kρυσταλλικός / ατμοσφαιρικός ~. Ενώσεις / ιδιότητες / ισότοπα του άνθρακα. || ~ 14 ή ενεργός ~, που χρησιμοποιείται για τη χρονολόγηση αρχαιολογικών, παλαιοντολογικών κτλ. ευρημάτων. β. σε χημικές ενώσεις του άνθρακα: Tετραχλωριούχος / θειούχος ~. 2. στερεό καύσιμο που περιέχει άνθρακα1α σε μεγάλη ποσότητα· κάρβουνο: Ο ~ είναι η πιο παλιά καύσιμη ύλη της βιομηχανίας. Ορυκτός ~, γαιάνθρακας, λιθάνθρακας, πετροκάρβουνο. Tεχνητός ~, ξυλάνθρακας, ξυλοκάρβουνο. ΦΡ λευκός ~, οι υδατοπτώσεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως κινητήρια δύναμη. άνθρακες ο θησαυρός, για αποτέλεσμα που δεν ανταποκρίνεται στις ελπίδες ή στις προσδοκίες μας. 3α. μολυσματική αρρώστια των ζώων που μεταδίδεται και στον άνθρωπο: Εμπύρετος / συμπτωματικός ~. β. διάφορες αρρώστιες των φυτών που προκαλούνται από μύκητες· ανθράκωση: ~ της αμπέλου / της ελιάς / των εσπεριδοειδών / των σιτηρών
[λόγ.: 2: αρχ. ἄνθραξ, αιτ. -ακα· 1: σημδ. γαλλ. carbone· 3: σημδ. αγγλ. anthrax (στη νέα σημ.) < λατ. anthrax < αρχ. ἄνθραξ στη σημ.: `καλόγερος 2΄]
- ανθρακέμπορος ο [anθrakémboros] Ο19 & ανθρακέμπορας ο [anθrakémboras] Ο5 : ο έμπορος που αγοράζει και πουλάει σε μεγάλες ποσότητες άνθρακα, κυρίως ορυκτό· καρβουνέμπορος.
[λόγ. ανθρακ(ο)- + -έμπορος μτφρδ. αγγλ. coal merchant· ανθρακέμπορ(ος) μεταπλ. -ας κατά το έμπορος > έμπορας]
- ανθώνας ο [anθónas] Ο2 : 1.τόπος όπου τα άνθη: α. φυτρώνουν: Mόλις έρχεται η άνοιξη τα λιβάδια γίνονται πολύχρωμοι ανθώνες. β. φυτεύονται και καλλιεργούνται· ανθόκηπος: Στους ανθώνες της περιοχής γίνεται συστηματική καλλιέργεια τριαντάφυλλων. 2. έκταση μέσα σε κήπο, όπου καλλιεργούνται άνθη2· αλτάνα.
[λόγ. < ελνστ. ἀνθών, αιτ. -ῶνα]



