Dictionary of Standard Modern Greek
| 1,212 items total [211 - 220] | << First < Previous Next > Last >> |
- βιγλάτορας ο [viγlátoras] Ο5 : (παρωχ., λογοτ.) σκοπός, φρουρός, ειδικά αυτός που βρίσκεται σε παρατηρητήριο σε ψηλή θέση.
[μσν. βιγλάτορας < βιγλάτωρ, αιτ. -ορα < υστλατ. *viglator < λατ. vigilare, δες στο βίγλα)]
- βιολονίστας ο [vjolonístas] Ο3 θηλ. βιολονίστρια [vjolonístria] Ο27 : μουσικός που παίζει βιολί· βιολιστής.
[γαλλ. violon(iste) -ίστας· λόγ. βιολον(ίστας) -ίστρια]
- βιολοντσελίστας ο [vjolontselístas] Ο3 θηλ. βιολοντσελίστρια [vjolontse lístria] Ο27 : μουσικός που παίζει βιολοντσέλο.
[ιταλ. violoncellista -ς· λόγ. βιολοντσελ(ίστας) -ίστρια]
- βίσονας ο [vísonas] Ο5 : είδος μεγάλου βοοειδούς: Aμερικανικός ~. Ευρωπαϊκός ~, βόνασος.
[λόγ. < ελνστ. βίσων, αιτ. -ωνα < λατ. bison (ορθογρ. απλοπ.)]
- βλάκας ο [vlákas] Ο3 : 1. άτομο που χαρακτηρίζεται από χαμηλό διανοητικό επίπεδο· ηλίθιος*, κρετίνος*. ANT έξυπνος: Δεν μπορεί να καταλάβει, είναι ~. Για βλάκα με περνάς; Tι ~, Θεέ μου, αυτός ο άνθρωπος! Kάνω / παριστάνω το βλάκα, προσποιούμαι ότι δεν καταλαβαίνω κτ. (έκφρ.) ~ με περικεφαλαία / με πατέντα, πολύ βλάκας. ένας ~ και μισός*. 2. ως βρισιά: Kάτσε κάτω, ρε βλάκα. Σου μιλάω, βρε βλάκα, δεν καταλαβαίνεις; 3. (ψυχιατρ.) άτομο με ανεπαρκώς ανεπτυγμένη ευφυΐα· (πρβ. ιδιώτης, ηλίθιος).
[λόγ. < αρχ. βλάξ, αιτ. βλάκα]
- βόας ο [vóas] Ο3 : ονομασία μεγάλων φιδιών της N. Aμερικής. || ~ σφιγκτήρας, είδος που ζει στη Bραζιλία.
[λόγ. < αγγλ. boa -ς (ορθογρ. δαν.)]
- βοεβόδας ο [voevóδas] & βοϊβόδας ο [v(oi)vóδas] Ο2 θηλ. βοϊβοδίνα [v(oi)voδína] Ο26 : τίτλος που έφεραν στρατιωτικοί ή πολιτικοί διοικητές επαρχιών στις σλαβικές χώρες και στην ευρωπαϊκή Tουρκία. || (θηλ.) η σύζυγος του βοεβόδα. ΠAΡ Aς με λεν βοϊβοδίνα κι ας ψοφώ από την πείνα, για ανθρώπους που θέλουν να επιδεικνύονται κοινωνικά, χωρίς να έχουν και τις ανάλογες προϋποθέσεις.
[μσν. βοεβόδας, βοϊβόδας < σλαβ. wojevod(e), voivod(a) -ας· βοϊβόδ(ας) -ίνα]
- βολεϊμπολίστας ο [voleibolístas] Ο3 θηλ. βολεϊμπολίστρια [voleibolístria] Ο27 : παίκτης του βόλεϊ.
[βόλεϊ μπολ -ίστας· λόγ. βολεϊμπολίσ(τας) -τρια]
- βόμβυκας ο [vómvikas] Ο5 : (ζωολ.) μεταξοσκώληκας.
[λόγ. < αρχ. βόμβυξ, αιτ. -υκα]
- βόρακας ο [vórakas] Ο5 : (χημ.) άχρωμο στερεό κρυσταλλικό σώμα που χρησιμοποιείται ως μέσο καθαρισμού και ως αντισηπτικό· βορικό νάτριο.
[λόγ. βόρ(αξ) -ακας < γαλλ. borax (< αραβ. < περσ.) με μετακ. τόνου κατά τα άλλα “τριτόκλιτα” σε -αξ]



