Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.212 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -άτορας [átoras] : επίθημα αρσενικών ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα ή ουσιαστικά· δηλώνει: 1. πρόσωπο με ιδιότητα ή συμπεριφορά ανάλογη με αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (νοίκι) νοικάτορας, (συμβουλεύω) συμβουλάτορας. 2. τον ιδιοκτήτη αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (μαγαζί) μαγαζάτορας.
[μσν. -άτορας < αρχ. αρσ. ουσ. σε -άτωρ, αιτ. -άτορα: αρχ. κοσμοκράτωρ, αιτ. κοσμοκράτ-ορα & λατ. -ator: ελνστ. μανδ-ᾶτον (δες μαντάτο) - μσν. μαντ-άτωρ < λατ. mandatum - mandator `που αναθέτει εντολή΄]
- -έας [éas] : επίθημα αρσενικών ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα· (πρβ. -ιάς 1)· δηλώνει: 1. πρόσωπο που ενεργεί και ειδικότερα πρόσωπο με ιδιότητα ή επάγγελμα που έχει σχέση με ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (αποστέλλω) αποστολέας, (βάφω) βαφέας, (κουρεύω) κουρέας, (μεταφέρω) μεταφορέας, (συγγράφω) συγγραφέας. || σε ουσιαστικά παράγωγα από άλλο μέρος του λόγου: (σκαπάνη) σκαπανέας. 2. μέσο, αντικείμενο, όργανο κτλ. κατάλληλο για την εργασία που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (διαστέλλω) διαστολέας, (εκσκάπτω) εκσκαφέας.
[λόγ. < αρχ. μετουσ. (και σπάν. μεταρ.) επίθημα αρσ. ουσ. -εύς, αιτ. -έα δηλωτικό επαγγελμ. και δραστικών ουσ.: αρχ. ἱππ-εύς, κουρ-εύς και εργαλείων: ελνστ. ἐγκοπ-εύς `σκαρπέλο΄ (δες και -ιάς)]
- -έμπορος [émboros] & (προφ.) -έμπορας [émboras] : β' συνθετικό σε σύνθετα αρσενικά ουσιαστικά· δηλώνει το πρόσωπο που ασχολείται επαγγελματικά με το εμπόριο αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: βαμβακ~, δερματ~, ζω~, καπν~, φρουτ~, χαρτ~, υφασματ~. || το α' συνθετικό χαρακτηρίζει τον τρόπο ή την έκταση των εμπορικών δραστηριοτήτων: λαθρ~, μεγαλ~, χονδρ~ και χοντρέμπορας.
[λόγ. < ελνστ. -έμπορος < αρχ. ουσ. ἔμπορος ως β' συνθ.: ελνστ. καμηλ-έμπορος `αυτός που πουλάει καμήλες΄· μεταπλ. κατά το έμπορος > έμπορας]
- -θήρας [θíras] : β' συνθετικό σε σύνθετα αρσενικά ουσιαστικά· δηλώνει: α. αυτόν που κυνηγάει ή που επίμονα και συστηματικά επιδιώκει να αποκτήσει αυτό που αναφέρεται ως α' συνθετικό: φαλαινο~, χρυσο~, προι κο~, θεσι~. β. αυτόν που κυνηγάει με τον τρόπο που αναφέρει το α' συνθετικό: λαθρο~.
[λόγ. < αρχ. -θήρας (< θ. του ρ. θηρῶ `κυνηγάω΄) ως β' συνθ.: αρχ. νυκτο-θήρας `που κυνηγάει τη νύχτα΄, ελνστ. λαγο-θήρας `κυνηγός λαγών΄]
- -ίας [ías] : επίθημα για το σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά με ρηματική συνήθ. προέλευση· δηλώνει το πρόσωπο που έχει ή κάνει κτ. σχετικό με αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: (αίσθημα) αισθηματίας, (έγκλημα) εγκληματίας, (εισόδημα) εισοδηματίας, (επάγγελμα) επαγγελματίας, (κτήμα) κτηματίας. || (συχνά με μειωτική σημασία): (αντίρρηση) αντιρρησίας, (δήλωση) δηλωσίας, (κατάληψη) καταληψίας, (κίνημα) κινηματίας, (πραξικόπημα) πραξικοματίας. || εφαψίας.
[λόγ. < αρχ. -ίας μετον. επίθημα ουσιαστικών συχνά με περιπαιχτική χρήση για να τονιστεί κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, ως ονομασία ανθρώπων ή ζώων, ως τεχνικός όρος ή και ως χαϊδευτικό: αρχ. πωγων-ίας `μουσάτος΄, Λοξ-ίας (< λοξός, επίθ. του Aπόλλωνα, επειδή δε χρησμοδοτούσε “στα ίσια”), ελνστ. καυχηματ-ίας `καυχησιάρης΄, αρχ. ξιφ-ίας (ψάρι με μύτη σαν ξίφος), καρχαρ-ίας (< κάρχαρος `με δόντια σαν πριόνι΄), Nικ-ίας (χαϊδευτικό < Nικόμαχος)]
- -ίστας [ístas] θηλ. -ίστρια [ístria] & -ίστα [ísta] : 1. επίθημα για το σχηματισμό ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει το πρόσωπο που: α. παίζει επαγγελματικά (ή ερασιτεχνικά) το μουσικό όργανο που δίνει η πρωτότυπη λέξη: (ακορντεόν) ακορντεονίστας, (άρπα) αρπίστας και αρπίστρια, (βιολοντσέλο) βιολοντσελίστας, (κλαρίνο) κλαρινίστας, (κιθάρα) κιθαρίστας, (κορνέτα) κορνετίστας, (όμποε) ομποΐστας, (πιάνο) πιανίστας και πιανίστρια, (σαξόφωνο) σαξοφωνίστας, (φλάουτο) φλαουτίστας. || (προφ.) βιολίστας αντί βιολιστής. || καντσονετίστας. β. επιδίδεται στο άθλημα που δίνει η πρωτότυπη λέξη: (τένις) τενίστας, (μπάσκετ μπολ) μπασκετμπολίστας και μπασκετμπολίστρια. || ανάλογα (άλμα τριπλούν) τριπλουνίστας· ακοντίστας αντί του ακοντιστής. γ. επιδίδεται στο είδος της τέχνης που δίνει η πρωτότυπη λέξη: (ακουαρέλα) ακουαρελίστας, (μακέτα) μακετίστας· γραφίστας. || (μανικιούρ) μανικιουρίστας. 2. σε ουσιαστικά που δηλώνουν το πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από την ιδιότητα που δίνει η πρωτότυπη λέξη: (χιούμορ) χιουμορίστας, (στιλ) στιλίστας· αριβίστας, τουρίστας, φασίστας. || καπιταλίστας - καπιταλιστής· αρτίστας θηλ. αρτίστα.
[ιταλ. μετουσ. επίθημα -ista -ς επαγγελμ. ουσ. (αρσ. και θηλ.) και γενικότερα ουσ. που δηλώνουν τον οπαδό θρησκείας, θεωρίας, πολιτικού ηγέτη ή αυτόν που ασκεί μια τέχνη ή ένα άθλημα < λατ. -ista, -istes < αρχ. μεταρ. επίθημα -ισ-τής (κιθάρ-α `μικρή άρπα΄ > κιθαρ-ίζ-ω > κιθαρ-ισ-τής): πιαν-ίστας (πιάν-ο) < ιταλ. pianista (< piano), κιθαρ-ίστας (κιθάρ-α) < ιταλ. chitarrista (< chitarra < αρχ. κιθάρα μέσω των αραβ.), στιλ-ίστας (στιλ) < ιταλ. stilista (< stile), και επέκτ. σε λ. όχι ιταλ. προέλ.: μπασκετμπολ-ίστας (< μπάσκετ μπολ) (δες και -ιστής)· λόγ. -ίσ(τας) -τρια· -ίστας > -ίστα με αποβ. του -ς για δήλωση θηλ. γένους]
- -κράτορας [krátoras] θηλ. -κράτειρα [krátira] & -κρατόρισσα [kratórisa], στις περιπτώσεις που σχηματίζεται : β' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά· δηλώνει: 1. το πρόσωπο που έχει απόλυτη εξουσία, δύναμη σ΄ αυτό που αναφέρεται ως α' συνθετικό: θαλασσο~, κοσμο~. || παντο~, μονο~, αυτο~ θηλ. αυτοκράτειρα και αυτοκρατόρισσα. 2. το πρόσωπο που έχει στην κατοχή του αυτό που αναφέρεται ως α' συνθετικό: κλειδο~.
[λόγ. < αρχ. -κράτωρ, αιτ. -ορα ως β' συνθ.: αρχ. θαλασσο-κράτωρ, ελνστ. παντο-κράτωρ· λόγ. < ελνστ. -κράτειρα, θηλ. του αρχ. -κράτωρ: ελνστ. παντο-κράτειρα· λόγ. -κράτορ(ας) -ισσα]
- -οντας [ondas], όταν το ρήμα ανήκει στην α' συζυγία & -ώντας [óndas], όταν το ρήμα ανήκει στη β' συζυγία : κατάληξη για το σχηματισμό άκλιτης μετοχής του ενεργητικού ενεστώτα· αναφέρεται συνήθ. στο υποκείμενο της πρότασης το οποίο προσδιορίζει τροπικά, χρονικά, αιτιολογικά, υποθετικά ή παραχωρητικά (επιδέχεται άρνηση με το μη): ακούγοντας, έχοντας, κάνοντας, τρώγοντας· θέλοντας και μη (θέλοντας)· αγαπώντας, μασώντας, ρωτώντας, τηλεφωνώντας, τραγουδώντας. || σχηματισμός μετοχής από αποθετικά ρήματα που έχουν και σπανιότερο ενεργητικό τύπο: (στέκομαι - στέκω) στέκοντας, (υπερασπίζομαι - υπερασπίζω) υπερασπίζοντας, (χαίρομαι - χαίρω) χαίροντας. || (λογοτ., προφ.) σχηματισμός μετοχής από αποθετικά ρήματα: (διηγούμαι) διηγώντας, (έρχομαι) έρχοντας, (κάθομαι) κάθοντας, (ονειρεύομαι) ονειρεύοντας, (συλλογιέμαι) συλλογιώντας, (φοβάμαι) φοβώντας.
[αρχ. μεε. -ων, αιτ. -οντα και -ῶν, αιτ. -ῶντα > μσν. -οντα, -ώντα: θέλοντα `με τη θέλησή του΄ -ς (κατάλ. αρσ.): μσν. έχ-οντας με νεοελλ. επέκτ. και σε αποθ. ρ.: στέκ-οντας, διηγ-ώντας, κατά τα τρώγ-οντας, ρωτ-ώντας]
- -ούκλας [úklas] : σπάνιο μεγεθυντικό επίθημα αρσενικών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά: (άντρας) αντρούκλας.
[< -ούκλα -ς]
- -ουλας [ulas] : (σπάν.) μεγεθυντικό επίθημα για το σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών: (βυθός) βύθουλας.
[ίσως μσν. επίθημα -ουλας < -ούλ(ι) μεγεθ. -ας: μσν. ζητ-ούλ(ιν) > ζήτ-ουλ-ας (δες λ.), βούρδ-ουλας (δες λ.)]



